facebook_page_plugin

Κιν/φος

Ο Νοτιοαφρικανός Neil Blomkamp είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι ένας σκηνοθέτης που σε κάθε ταινία του μας δείχνει ότι “το έχει” αλλά η συνταγή κάπου χαλάει. Το District 9, παρότι γνώρισε παγκόσμια αποδοχή, ποτέ δε κατάλαβα ακριβώς γιατί, ενώ το Elysium αν και ήταν μια αξιοπρεπής ταινία δράσης με εντυπωσιακές σκηνές, δε κατάφερε να κάνει το κάτι παραπάνω. Η νέα του ταινία έχει τίτλο Chappie και παρότι παραμένει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, μας παρουσιάζει κάτι αρκετά διαφορετικό.

Κάθε παιδί έρχεται στο κόσμο γεμάτο προσδοκίες, όπως ακριβώς και ο ιδιαίτερος Chappie. Είναι ευφυής και χαρισματικός αλλά όπως κάθε παιδί επηρεάζεται από το άμεσο περιβάλλον του, καλό ή κακό. Ο Chappie είναι όμως ένα ρομπότ, το πρώτο που μπορεί να σκεφτεί και να αισθανθεί και η ιστορία του θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο.

Όπως θα καταλάβατε από την σύνοψη, παρότι βρισκόμαστε σε έναν sci-fi κόσμο, το Chappie ανήκει περισσότερο στο είδος του δράματος παρά της περιπέτειας, χωρίς αυτή ωστόσο να απουσιάζει. Ο Blomkamp ουσιαστικά καταπιάνεται με το πόσο το περιβάλλον, και ειδικά ένα βίαιο περιβάλλον επηρεάζει την διαμόρφωση του χαρακτήρα, ακόμα κι αν μιλάμε για το χαρακτήρα ενός ρομπότ.

Το trailer είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον, όμως μένει να δούμε αν ο σκηνοθέτης μπορέσει να συνδυάσει σωστά τα είδη του οικογενειακού δράματος με τη περιπέτεια φαντασίας. Πρωταγωνιστούν οι άγνωστοι στους περισσότερους νοτιοαφρικανοί μουσικοί Yolandi Visser (τραγουδίστρια στους Die Antwoord) και Watkin Tudor Jones (γνωστός ράπερ με το ψευδώνυμο Ninja), μαζί με τους Hugh Jackman, Sigourney Weaver, Dev Patel και Jose Pablo Cantillo.

Το Chappie αναμένεται στις αίθουσες το Μάρτιο.

Η νέα ταινία του Στράτου Μαρκίδη αποτελεί μια σύγχρονη και διαφορετική εκδοχή της κλασσικής ταινίας του 1962 -με τους Γεωργία Βασιλείαδου, Βασίλη Αυλωνίτη και Νίκο Ρίζο- που όλοι αγαπησαμε.

Ο Βαγγέλης (Κώστας Αποστολάκης), είναι ένας παραδοσιακός Κρητικός οικογενειάρχης παντρεμένος με την Λίνα (Μπέσυ Μάλφα). Δυστυχώς δεν μπορεί να χαρεί την γυναίκα του, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, αφού μαζί τους μένει η γεροντοκόρη και εκκεντρική αδερφή του Ευτυχία (Χρύσα Ρώπα).

Ο μόνος τρόπος για να φύγει η Ευτυχία από το σπίτι και να την ξεφορτωθεί μια για πάντα είναι να την παντρέψει. Ποιος όμως θα είναι ο ήρωας που θα δεχθεί να παντρευτεί την Ευτυχία;

Αναζητώντας τον κατάλληλο γαμπρό, ο Βαγγέλης καταλήγει σ'ένα συνεργάτη του τον Μένη (Κώστας Ευρυπίωτης).

Ο Μένης είναι ένας άνδρας στο χείλος την καταστροφής, χτυπημένος από την οικονομική κρίση και ίσως ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει την θυσία.

Και ενώ το... προξενιό δείχνει να έχει πάρει τον δρόμο του εμφανίζεται ένας δεύτερος γαμπρός που διεκδικεί την Ευτυχία, ο Κούλης (Γιάννης Τσιμιτσέλης).

Oι Γαμπροί της Ευτυχίας έρχονται στις 20 Ιανουαρίου 2015 στις αίθουσες

Με αφορμή την επερχόμενη έξοδο του ντοκιμαντέρ «Ο Κήπος του Γιάλομ» στις αίθουσες, ο Αμερικανός διάσημος ψυχοθεραπευτής και συγγραφέας θα συνομιλήσει την Τετάρτη 26/11 σε απευθείας σύνδεση με το ελληνικό κοινό.

Το αθηνόραμα εξασφάλισε για εσάς 75 διπλές προσκλήσεις.


Στα 83 του πλέον, ο Ίρβιν Γιάλομ είναι σήμερα όχι μόνον ο διασημότερος ψυχοθεραπευτής στον κόσμο, αλλά κι ένας από τους πλέον πολυδιαβασμένους σύγχρονους λογοτέχνες. Γιος Ρωσο­εβραίων μεταναστών, μεγάλωσε στην Ουάσινγκτον, σπούδασε στο Σικάγο και άρχισε να δουλεύει ως γιατρός στη Νέα Υόρκη και κατόπιν στη Βαλτιμόρη.

Τελικά το 1963 ξεκίνησε ακαδημαϊκή καριέρα από το πανεπιστήμιο του Στάνφορντ της Καλιφόρνια, όπου γρήγορα αναδείχτηκε πρωτοπόρος της σύγχρονης ψυχιατρικής, την οποία συνδύασε με υπαρξιακές και φιλοσοφικές αναζητήσεις.

Τα σχετικά δοκίμιά του («Θεωρία και πράξη της ομαδικής ψυχοθεραπείας­», «Υπαρξιακή ψυχοθεραπεία» ) έγιναν­ επιστημονικά μπεστ σέλερ, η παγκόσμια αναγνώριση όμως ήρθε όταν στράφηκε στη λογοτεχνία, πρώτα με τον «Δήμιο του έρωτα» και κατόπιν με το μυθιστόρημα-φαινόμενο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε».

Δημοσιευμένα στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Άγρα, τα βιβλία του Ίρβιν Γιάλομ έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 450.000 αντίτυπα, οι δε επισκέψεις του ίδιου στη χώρα μας συνοδεύονται πάντα από αθρόα συρροή θαυμαστών του.
Χαρακτηριστικό είναι ότι πριν από πέντε χρόνια η ουρά στο πεζοδρόμιο έξω από το Μέγαρο Μουσικής, όπου έδωσε διάλεξη, έφτανε μέχρι το Πάρκο Ελευθερίας.

Είναι, λοιπόν, λογικό η προγραμματισμένη για τις 11/12 πρεμιέρα στις αθηναϊκές αίθουσες του ντοκιμαντέρ της Σαμπίνε Γκίσιγκερ «Ο Κήπος του Γιάλομ», το οποίο αφορά στη ζωή και τη σκέψη του διάσημου ψυχοθεραπευτή, να αποτελεί σημαντικό event για τους αναγνώστες του αλλά και το σινεφίλ κοινό γενικότερα.

Πρόκειται για μια ταινία που μέσα από τις εξομολογήσεις του ίδιου του Γιάλομ αποκαλύπτει καινούργιες, άγνωστες πτυχές της προσωπικότητάς του και, σύμφωνα με την ίδια τη σκηνοθέτιδα, «θα εμπνεύσει τους θεατές να σκεφτούν για τον εαυτό τους και τη δική τους ύπαρξη».

Της πρεμιέρας του φιλμ όμως θα προηγηθεί την Τετάρτη 26/11 το βράδυ, στον κινηματογράφο­ ­Δαναός, μια συζήτηση με τον ίδιο τον Ίρβιν Γιάλομ σε ζωντανή σύνδεση από την Καλιφόρνια.

Με χαρά ο υπογράφων θα διευθύνει την εισαγωγική κουβέντα του εκδότη της Άγρας Σταύρου Πετσόπουλου και των μεταφραστών του συγγραφέα στα ελληνικά, του ψυχιάτρου Γιάννη Ζέρβα και της συστημικής ψυχοθεραπεύτριας Ευαγγελίας Ανδριτσάνου με το κοινό, το οποίο στη συνέχεια θα έχει τη δυνατότητα­, μαζί με μια επιλεγμένη ομάδα δημο­σιογράφων, να απευθύνει ζωντανά ερωτήσεις στον διάσημο καλεσμένο.

Σε συνεργασία με την εταιρεία διανομής Filmtrade, το «α» εξασφάλισε για εσάς 75 διπλές προσκλήσεις. στη Μπείτε στη σελίδα του διαγωνισμού, δηλώστε συμμετοχή και θέστε το δικό σας ερώτημα στον Ίρβιν Γιάλομ.

Μια φιλόδοξη περιπέτεια μας μεταφέρει στα αιματοβαμμένα πεδία μάχης του Β΄ Παγκοσμίου, βουτώντας μέχρι το κόκαλο τα ηθικά διλήμματα που γεννά ένας «καλός πόλεμος» στη λάσπη. Ο 46χρονος Αμερικανός σκηνοθέτης Ντέιβιντ Άγερ ντύνει τον Μπραντ Πιτ στα χακί και φροντίζει να παραδώσει μία από τις ρεαλιστικότερες ταινίες στην ιστορία του είδους.

Ζώντας στην εποχή των ασύμμετρων τακτικών πολέμου όπου η απειλή είναι μακρινή και αόρατη, τα τεθωρακι­σμένα μοιάζουν με σιδερένιους δεινόσαυρους που έχουν ξεπηδήσει από πεδία μάχης στα οποία η τόλμη είχε την ίδια εμβέλεια κι ευθυβολία με την τεχνολογία. Σήμερα που η πραγματικότητα είναι περισσότερο από ποτέ εικονική, από τους «φίλους» και τους «ακόλουθους» των social media μέχρι τις εναέριες επεμβάσεις των ΗΠΑ κατά των τζιχαντιστών στη Συρία, πρέπει αναγκαστικά να ανατρέξουμε σε παρελθοντικούς χρόνους για να ανασύρουμε ηθικά διλήμματα και αυθεντικό πολεμικό παραλογισμό από τα ξεχασμένα θέατρα (sic! ) των επιχειρήσεων.

Το «Fury» αναλαμβάνει κιόλας από το πρώτο πλάνο να ζωντανέψει την άγρια πραγματικότητα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταφέροντάς μας στο κλειστοφοβικό περιβάλλον ενός τανκ, όπου πέντε άνθρωποι μοιράζονται τα λίγα τετραγωνικά μέτρα του εσωτερικού του αλλά και την επιθυμία να βγουν ζωντανοί από έναν εφιάλτη.

Το μπαρουτο­καπνισμένο πλήρωμα του τεθωρακισμένου θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του Δυτικού Μετώπου μέσα στα εδάφη της παραπαίουσας ναζιστικής Γερμανίας, όπου κάθε σπιθαμή ελεύθερης γης πληρώνεται ακριβά σε ανθρώπινες ζωές...

Ο ωμός ρεαλισμός του Άγερ

Στο Χόλιγουντ δεν κατοικούν μόνο­ ακριβοσπουδαγμένοι σκηνοθέτες­ και γόνοι διασήμων. Υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις δημιουργών που κατάφεραν να τρυπώσουν με... ριφιφί από το περιθώριο στο λαμπερό χώρο του θεάματος.

Μια τέτοια είναι και ο Ντέιβιντ Άγερ. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του «Fury» σε πρόσφατη συνέντευξή του στο «Esquire» περιέγραψε εν συντομία την προ­κινηματογραφική ζωή του: «Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν ακόμη τεσσάρων, μεγάλωσα σε γκέτο, δεν έβγαλα το λύκειο και υπηρέτησα στο ναυτικό ως χειριστής ραντάρ σε πυρηνικό υποβρύχιο». Ο 46χρονος δημιουργός αποφάσισε να αφήσει πίσω του τις «βρόμικες» αστυνομικές ιστορίες («Περιπολία», «Η Εξουσία της Νύχτας» ) για να αφηγηθεί μια αυθεντική πολεμική περιπέτεια.

Λίγο μετά το τέλος των γυρισμάτων της προηγούμενης ταινίας του «Sabotage», ο Ντέιβιντ Άγερ έγραψε μόλις σε δύο εβδομάδες το σενάριο του «Fury», ένα αγωνιώδες 24ωρο επιβίωσης πέντε Αμερικανών στρατιωτών στα εδάφη της ναζιστικής Γερμανίας.

Ο Μπραντ Πιτ που ερμηνεύει τον σκληροτράχηλο λοχία Ντον –Γουόρνταντι– Κόλιερ επιβεβαιώνει την παροιμιώδη εμμονή του Άγερ με το ρεαλισμό:

«Ο Ντέιβιντ είναι μανιακός με την αυθεντικότητα. Για να φανταστείτε, κανόνισε να συναντηθούμε με βετεράνους για να μάθουμε από πρώτο χέρι τη ζωή σε ένα τανκ».

Προτού ακόμη­ ξεκινήσουν τα γυρίσματα, το πενταμελές χολιγουντιανό πλήρωμα του «Fury», δηλαδή οι Μπραντ Πιτ, Σάια­ ΛαΜπεφ, Λόγκαν Λέρμαν, Μάικλ Πένια και Τζον Μπέρνθαλ, πέρασε σχεδόν ένα δίμηνο με καθημερινές συναντήσεις στις οποίες διαβάζονταν κομμάτια του σεναρίου και χτιζόταν αργά και μεθοδικά η συντροφικότητα που μοιράζονται οι συμπολεμιστές.

Βέβαια, μερικοί πήραν το ζήτημα του ρεαλισμού πολύ στα σοβαρά. Ο Σάια­ ΛαΜπεφ, ας πούμε, κατατάχτηκε στην Εθνοφρουρά των ΗΠΑ και πήρε μέρος σε πραγματικές ασκήσεις, ενώ κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δεν έκανε μπάνιο για να μπει στο… πετσί του ρόλου, προκαλώντας την αγανάκτηση των ημιλιπόθυμων συμπρωταγωνιστών του!
Πραγματικές τεθωρακισμένες αντίκες

Η μανία του Ντέιβιντ Άγερ με το ρεαλισμό δεν έφερε μόνο βροχή και πολλή λάσπη στα γυρίσματα αλλά και πραγματικά τανκς.

Το Μουσείο Τεθωρακισμένων του στρατοπέδου Μπόβινγκτον στο Ντόρσετ της Μεγάλης Βρετανίας αποτέλεσε το ορμητήριο του «Fury», εξασφαλίζοντας πλήρως λειτουργικά άρματα μάχης στην παραγωγή.

Εκτός από τα αμερικανικά M4 Sherman (χρησιμοποιήθηκαν συνολικά τέσσερις αντίκες ), στην ταινία εμφανίζεται το τελευταίο γερμανικό Tiger 131 που διασώζεται, το σπουδαιότερο κομμάτι της συλλογής του μουσείου.

Με πρωτοκλασάτους σταρ, λεπτοδουλειά στη μιζανσέν και αληθινά ερπυστριοφόρα ηλικίας εβδομήντα ετών στο πεδίο των γυρισμάτων, το φιλόδοξο πολεμικό κινηματογραφικό όραμα του Άγερ κόστισε κοντά στα 70 εκατομμύρια δολάρια, αποτελώντας μία από τις ακριβότερες και ρεαλιστικότερες παραγωγές στην ιστορία του είδους.

The Hunger Games: Η Επανάσταση – Μέρος 1

Η μεταφορά του τρίτου και τελευταίου βιβλίου των «Αγώνων πείνας» που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Η Κοτσυφόκισσα» (εκδ. Πλατύπους ) έσπασε κινηματογραφικά στα δύο, με το πρώτο μέρος να μας ταξιδεύει μακριά από την αιματοβαμμένη αρένα των 25χρονων της Καταστολής, στην επαναστατημένη Περιοχή 13, όπου οι εξεγερμένοι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων ενάντια στην κυριαρχία της Κάπιτολ. Η Τζένιφερ Λόρενς θα ηγηθεί του αγώνα ενάντια στην καταπίεση σε ακόμη μία χορταστική αλληγορική περιπέτεια.

  >
Fury
Σεναριογράφος και κατόπιν σκηνοθέτης σκληροτράχηλων αστυνομικών περιπετειών («Οι Μαχητές των Δρόμων», «Ημέρα Εκπαίδευσης» και «Η Εξουσία της Νύχτας», «Περιπολία», «Sabotage» αντίστοιχα ), ο Ντέιβιντ Άγερ παίρνει φύλλο πορείας για τους μαυροσκούφηδες και το μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκεί όπου τον Απρίλιο του 1945, ένα μήνα πριν από την παράδοση των ναζί, ένα αμερικανικό τανκ με πενταμελές πλήρωμα αποκόπτεται πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Ο διοικητής και το πλήρωμά του αρνούνται να το εγκαταλείψουν, σε μια πολεμική περιπέτεια που ξαναφέρνει τον Μπραντ Πιτ στην πρώτη γραμμή μετά το «Άδωξοι Μπάσταρδη». Παράλληλα υπόσχεται έναν αλά «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» βρόμικο ρεαλισμό, με τον Σάια ΛαΜπεφ να απέχει από την ατομική καθαριότητα καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων (πήρε το «βρόμικο» πολύ στα σοβαρά ) και την παραγωγή να χρησιμοποιεί το τελευταίο κινούμενο γερμανικό τανκ «Tiger I» στον πλανήτη αντί για ένα βολικό (και φτηνότερο ) αντίγραφο.

 


Party Girl

Εξομολογητικός ρεαλισμός, ανάλαφρη διάθεση και μια γερή δόση μελαγχολίας συνδυάζονται σε μια ανορθόδοξη δραμεντί (επίσημη έναρξη του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα των Κανών ) βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Αυτήν της 60χρονης πρωταγωνίστριας και μητέρας ενός εκ των τριών σκηνοθετών, κονσοματρίς σε καμπαρέ και δευτεροκλασάτα μπαρ, η οποία διασκεδάζει ακόμη τη ζωή της πίνοντας και ξενυχτώντας. Όλα αλλάζουν όμως όταν ένας παλιός πελάτης της, συνταξιούχος ανθρακωρύχος πλέον, της κάνει πρόταση γάμου.

 


Η Άλλη Μποβαρί

Η Τζέμα Άτερτον, ο Φαμπρίς Λουκινί και ο Φλομπέρ εκδράμουν στη σύγχρονη γαλλική εξοχή… Η «Gemma Bovery» είναι ένα μυθιστόρημα σε μορφή κόμικς (graphic novel ), δια χειρός Πόσι Σίμοντς, το οποίο αρχικά εκδόθηκε σε συνέχειες από τον Guardian, ενώ η κανονική έκδοση του κυκλοφόρησε το 1999. Η ιστορία, μια διαφορετική ανάγνωση της «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκιστάβ Φλομπέρ, ξεδιπλώνεται με φλασμπάκ καταγράφοντας μια κωμικοτραγική αναδρομή των τελευταίων μηνών της ζωής του ομώνυμου χαρακτήρα. Η Τζέμα είναι η πανέμορφη δεύτερη σύζυγος του Τσάρλι Μποβαρί. Είναι επίσης η απρόθυμη μητριά των παιδιών του αλλά και το αντικείμενο εμμονικής αντιπάθειας της πρώην συζύγου του Τσάρλι. Η απρόβλεπτη αλλαγή συμπεριφοράς και η απροσδόκητη αποστροφή της Τζέμα για το Λονδίνο αναγκάζουν τον Τσάρλι να την πάρει και να μετακομίσουν απέναντι στην επαρχία της Νορμανδίας, όπου ωστόσο ο αρχικός ενθουσιασμός τους για τη μαγεία της γαλλικής επαρχίας αναμένεται σύντομα να εξαφανιστεί…

 


Διπλή Ζωή

Δραματικό θρίλερ με φόντο το πολεμικό παρελθόν της Γερμανίας. Η ιστορία μας μεταφέρει στην Ευρώπη του 1990, όπου το τείχος του Βερολίνου έχει μόλις πέσει. Η Κατρίν μεγαλωμένη στην Ανατολική Γερμανία, είναι γνήσιο τέκνο του τραυματικού παρελθόντος: Το αποτέλεσμα της σχέσης μιας Νορβηγίδας και ενός Γερμανού στρατιώτη, κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενήλικη πια, επιστρέφει στη Νορβηγία και ξαναβρίσκει τη μητέρα της.Τώρα, φαίνεται να απολαμβάνει πια μια ευτυχισμένη νέα οικογενειακή ζωή μαζί με τον άντρα της, την κόρη και την εγγονή της. Όταν όμως ένας δικηγόρος ζητάει από την Κατρίν και την μητέρα της να γίνουν μάρτυρες σε μια δίκη εναντίον του Νορβηγικού Κράτους, εκ μέρους των παιδιών του πολέμου, εκείνη αντιστέκεται για άγνωστους λόγους…

 


Master Of The Universe

Ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή έναν πρώην κορυφαίο τραπεζικό επενδυτή που βραβεύτηκε από το πρωτοκλασάτο Φεστιβάλ Λοκάρνο και είναι ανάμεσα στα φαβορί για τα βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου. To «Master of the Universe» δεν είναι μια απλή ταινία τεκμηρίωσης, αλλά μια συναρπαστική διείσδυση στον κόσμο του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, ο οποίος καλύπτεται από έναν παχύ πέπλο μυστηρίου. Έχοντας σπουδάσει οικονομικές επιστήμες, ο Γερμανός σκηνοθέτης Μαρκ Μπάουντερ είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για να αποκαλύψει τα άδυτα του τραπεζικού συστήματος.

Η ιστορία μας, μια διαφορετική ανάγνωση και εναλλακτική προσέγγιση της «Μαντάμ Μποβαρί», του Γκουστάβ Φλομπέρ, ξεδιπλώνεται με διάφορα flashback καταγράφοντας μια κωμικοτραγική αναδρομή των τελευταίων μηνών της ζωής του ομώνυμου χαρακτήρα. Η Τζέμα είναι η πανέμορφη δεύτερη σύζυγος του Τσάρλι Μποβαρί

Είναι επίσης η απρόθυμη μητριά των παιδιών του αλλά και το αντικείμενο εμμονικής αντιπάθειας της πρώην συζύγου του Τσάρλι. Η απρόβλεπτη αλλαγή συμπεριφοράς και η απροσδόκητη αποστροφή της Τζέμα για το Λονδίνο αναγκάζουν τον Τσάρλι να την πάρει και να μετακομίσουν απέναντι στην επαρχία της Νορμανδίας, όπου ωστόσο ο αρχικός ενθουσιασμός τους για τη μαγεία της γαλλικής επαρχίας αναμένεται σύντομα να εξαφανιστεί. Είναι άραγε τυχαίο που η Τζέμα Μποβαρί έχει όνομα και επώνυμο, σε αντίθεση με την περιβόητη ηρωίδα του Φλομπέρ;

Είναι άραγε τυχαίο το γεγονός πως, όπως και η Μαντάμ Μποβαρί έτσι και η Τζέμα, βαριέται συνεχώς, αποζητά την ερωτική αμαρτία και καταντά αφόρητα ασύμφορη; Μήπως είναι άραγε αιωνίως καταραμένη και καταδικασμένη;

 

Λίγα λόγια από την Αν Φοντέν

Πώς ανακαλύψατε το μυθιστόρημα σε μορφή κόμικ της Πόσι Σίμοντς;

Γνώρισα την Πόσι Σίμοντς μέσα από την Ταμάρα Ντρου, και ήμουν απ' την πρώτη στιγμή ευνοϊκά προδιατεθειμένη για το μυθιστόρημα Τζέμα Μπόβερι: το λογοπαίγνιο σε αυτό το γυναικείο λογοτεχνικό αρχέτυπο υποσχόταν πολλά. Όταν διάβασα το μυθιστόρημα, με εντυπωσίασαν και με συγκίνησαν οι χαρακτήρες: ένιωσα την κωμική και τη βαθύτατα ανθρώπινη διάστασή τους.

Με γοήτευσε το ύφος της συγγραφέως που και ισορροπεί ανάμεσα στην άγρια κωμωδία και την απίθανη ειρωνεία. Επίσης, με συγκίνησε η γνωριμία ενός φούρναρη και μίας νεαρής Αγγλίδας της εποχής μας που θα ταράξει τη ζωή του πρωταγωνιστή, που πίστευε ότι έχει πάρει πρόωρη σύνταξη στο σεξ και τα αισθηματικά! Κι όμως, ξελογιάζεται από τη σχέση ανάμεσα σε μια ηρωίδα μυθιστορήματος, την Έμμα Μποβαρί, την Τζέμα Μπόβερι. Αυτή η φετιχιστική πτυχή μού φάνηκε ιδιαίτερα γοητευτική για σενάριο.

Προσπάθησα να μείνω πιστή στο βιβλίο, παίρνοντας, όμως και κάποιες ελευθερίες: στο βιβλίο της Πόσι Σίμοντς, ο Ζουμπέρ, ο αφηγητής, παρεμβαίνει έμμεσα στην ιστορία, ενώ στην ταινία έχει πιο άμεσο ρόλο.

 

Γράψατε το σενάριο μαζί με τον Πασκάλ Μπονιτζέ και την Πόσι Σίμοντς.

Αυτό που με εντυπωσίασε στο ύφος της Πόσι Σίμοντς, ήταν ότι έπρεπε να υπάρχει έντονο το κωμικό στοιχείο, γιατί αυτός ο καταθλιπτικός φούρναρης έχει κάποια στοιχεία Γούντι Άλλεν στο πιο γαλλικό. Οι φαντασιώσεις και η ιδιαιτερότητά του προκαλούν γέλιο. Όταν γνώρισα τον Πασκάλ, σκέφτηκα ότι το χιούμορ του έχει και μία μικρή δόση απελπισίας, όταν βάζει ένα πρόσωπο να μιλάει: κατά την άποψή μου, αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Ο Ζουμπέρ ζει έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση, που όλο και φουντώνει, για μια πολύ αισθησιακή κοπέλα – η οποία δεν τον βλέπει ως έναν γοητευτικό άντρα, αλλά ως φούρναρη... Πίστευα ότι το ύφος και το πνεύμα ήταν πολύ σημαντικά για να εκφράσω αυτή την αστεία απόκλιση. Από την πρώτη στιγμή που αρχίσαμε να γράφουμε, εγώ και ο Πασκάλ ταυτιστήκαμε με το θέμα. Έπειτα προσθέσαμε στην ομάδα και την Πόσι για τους αγγλικούς διαλόγους. Ήταν μία ανεκτίμητη συνεργασία, επειδή την "προδίδαμε" κάποιες φορές. Και όταν της το λέγαμε, εκείνη ήταν ανοιχτή και δεχόταν τις προτάσεις μας. Ήταν πολύ ενδιαφέρον που είχαμε την αντίδρασή της σε σχέση με καταστάσεις που επινοούσαμε και που ασφαλώς ήταν εμπνευσμένες από την αρχική ιστορία, αλλά δεν προέρχονταν απαραίτητα από το comic. Για παράδειγμα, καταλάβαμε ότι η αφήγηση έπρεπε να είναι πιο άμεση και σύντομη στην ταινία σε σχέση με το comic, που από τη φύση του είναι πιο λογοτεχνικό.

 

Πώς σκιαγραφούνται τα πρόσωπα;

Θέλαμε ο φούρναρης να ζήσει την ιστορία σε πρώτο πλάνο και να τη δούμε μέσα από το δικό του βλέμμα. Αντιθέτως, στο βιβλίο έχουμε πολλές υποκειμενικές ματιές. Κάτι τέτοιο θα μπέρδευε στην ταινία. Η Τζέμα Μπόβαρι μένει αρκετά πιστή στον χαρακτήρα του βιβλίου. Με άλλα λόγια, είναι ένα αμάλγαμα ανάμεσα σε μία σύγχρονη «Μαντάμ Μποβαρί» και μία σημερινή αβέβαιη και ασταθή Αγγλίδα, η οποία δεν ξέρει πώς να χειριστεί τη συναισθηματική της ζωή και τον μαγνητισμό που ασκεί στους άντρες με ένα της βλέμμα και μόνο. Ενώ καμιά φορά μπορεί να φαίνεται αντιπαθητική στο comic, προσπαθήσαμε με τον Πασκάλ να την κάνουμε αξιαγάπητη και γενναιόδωρη: βέβαια, έχει τους άντρες του χεριού της, αλλά σχεδόν εν αγνοία της. Έτσι, στην ταινία, είναι λιγότερο ιδιοτελής και περιμένει τον μεγάλο έρωτα, όπως η Μαντάμ Μποβαρί. Στο βιβλίο, ο Τσάρλι είναι μάλλον ουδέτερος, όχι ιδιαίτερα χαρισματικός. Το βρήκα ενδιαφέρον να μην είναι εντυπωσιακός, άλλα να έχει κάποια γοητεία. Ο Πάτρικ, πάλι, είναι ένας μανιακός γόης στο comic: επέλεξα να τον κάνω παράξενο, σκοτεινό και δηλητηριώδη, κι αυτό κάνει την εξέλιξη της ιστορίας διφορούμενη.

 

Λίγα λόγια από τους πρωταγωνιστές

Τζέμα Άρτερτον

Τι σας γοήτευσε σ' αυτή την ταινία;

Ομολογώ πως όταν έλαβα το σενάριο, δεν ήμουν σίγουρη ότι ήθελα να παίξω σ' αυτή την ταινία. Είχα ήδη παίξει στην Ταμάρα Ντρου, μια άλλη προσαρμογή έργου της Πόσι Σίμοντς. Το ύφος ήταν παρόμοιο, αλλά η πρωταγωνίστρια ήταν πολύ διαφορετική και είχε κάτι που με γοήτευε πολύ: είδα στοιχεία του εαυτού μου στην Τζέμα, όπως και στην Ταμάρα. Άλλωστε, η ιστορία εκτυλίσσεται στη Γαλλία και μου άρεσε η προοπτική να μάθω γαλλικά. Χωρίς να παραβλέπω το γεγονός ότι η Αν Φοντέν είναι μία σκηνοθέτιδα με μεγάλη ευαισθησία και ήθελα πολύ να με σκηνοθετήσει.

 

Γνωρίζατε το μυθιστόρημα της Πόσι Σίμοντς;

Γνώριζα την ύπαρξη του βιβλίου, αλλά δεν το είχα διαβάσει. Πρώτα διάβασα το σενάριο και μετά το μυθιστόρημα που είναι υπέροχο. Άλλωστε, η ταινία έχει πάρει αποστάσεις από το βιβλίο που εκτυλίσσεται κυρίως στο Λονδίνο. Η Πόσι δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, είναι πολύ ακριβής στην περιγραφή των χαρακτήρων. Επίσης, βρήκα ενδιαφέρον ότι στο μυθιστόρημα, η Τζέμα είναι πολύ πιο επιθετική και δύστροπη. Όχι πολύ συμπαθής. Αλλά δεν μπορείς να παρουσιάσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα στον κινηματογράφο, γιατί κανείς δε θα ήθελε να δει την ταινία! Ήθελα να ταυτιστώ με την πρωταγωνίστρια.

 

Η ηρωίδα του Φλομπέρ, η Έμα Μποβαρί, σας βοήθησε να "χτίσετε" τον χαρακτήρα;

Απόλυτα. Με βοήθησε να καταλάβω τον χαρακτήρα. Αυτή η απραξία της, γιατί η Μαντάμ Μποβαρί δεν κάνει και τίποτα σπουδαίο στη ζωή της, και η Τζέμα είναι μια σύγχρονη Μαντάμ Μποβαρί. Με βοήθησαν επίσης τα τοπία, η κοινωνία και οι παραδόσεις, που περιγράφονται στο βιβλίο. Τα συναντάμε ακόμα και σήμερα στη Νορμανδία. Ανταποκρίνεται στη ρομαντική ιδέα που έχουν οι Άγγλοι για τη Νορμανδία και με αυτή ακριβώς την ιδέα πηγαίνουν εκεί η Τζέμμα και ο Τσαρλς.

 

Πως προετοιμαστήκατε για τον ρόλο;

Επειδή έπρεπε να μάθω γαλλικά, πέρασα μερικούς μήνες στο Παρίσι πριν να ξεκινήσουμε τα γυρίσματα της ταινίας: είχα φρικάρει, γιατί δε μιλούσα ούτε λέξη γαλλικά! Ξαφνικά, άρχισα να γνωρίζω την τοπική κουλτούρα και θυμάμαι που η Ανν μού έλεγε συνέχεια: "Μοιάζεις με την πρωταγωνίστρια!" Κατά κάποιον τρόπο, είχε δίκιο: ήμουν σαν την Τζέμμα που βρέθηκε σε μία άγνωστη κουλτούρα και ένιωθε ξένη. Έπειτα, πήγα στη Βρετάνη για μερικές εβδομάδες για να τελειοποιήσω τα γαλλικά μου. Έβγαινα με Γάλλους, πήγα σε συναυλίες μαζί τους κλπ. Κι αυτό από μόνο του ήταν ένα είδος προετοιμασίας.

 

Φαμπρίς Λουκινί

«Είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζομαι με την Αν Φοντέν και κάθε φορά με βάζει απέναντι σε υπέροχα πλάσματα: στη Λουίζ Μπουργκουάν στο Κορίτσι από το Μονακό, και στην εκπληκτική Τζέμα Άρτερτον σ' αυτή την ταινία. Η Αν είναι πολύ πρωτότυπη σκηνοθέτιδα, καθόλου στομφώδης. Στο γύρισμα, κρατούσε αποστάσεις, δεν ήθελε να μας επηρεάζει. Γι' αυτό πιστεύω πως Η Άλλη Μποβαρί είναι η καλύτερη ταινία της.

Όταν πρωτοδιάβασα το σενάριο μου άρεσε που ήταν ιδιαίτερο. Δεν είχε σκοπό να απεικονίσει την Μαντάμ Μποβαρί του Φλομπέρ. Αλλά να υπάρχουν πολλές αναφορές του κλασικού μυθιστορήματος στη σύγχρονη μυθοπλασία. Να είναι ο Φλομπέρ έμμεσα παρών, όπως ο Μολιέρος στην ταινία Βόλτα με τον Μολιέρο. Είναι η ίδια διαδικασία: αναζητούμε κείμενα και τα ανασταίνουμε σε μία άλλη ζωή. Η Αν Φοντέν – και κατά κάποιο τρόπο και η Πόσι Σίμοντς στο comic της – είχε την ευφυΐα να μην προσεγγίσει τον Φλομπέρ "μετωπικά". Κάνει ακριβώς το αντίθετο από τον Σαμπρόλ.

Στην ταινία αυτή προσκαλούμε τον θεατή να παρακολουθήσει μία «αστυνομική» υπόθεση για την ομορφιά, τη δύναμη και το πνεύμα του Φλομπέρ. Από σεναριακής άποψης, είναι υπέροχο που ο χαρακτήρας που ερμηνεύω βλέπει να εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα μπροστά στα μάτια του, ενώ δεν είμαστε μέσα σ' αυτό. Μας συνεπαίρνει τόσο πολύ ο αισθησιασμός, που δεν αναζητούμε την αναφορά στον Φλομπέρ. Είμαστε μέσα στον Φλωμπέρ. Ο Μαρτέν, ο χαρακτήρας που υποδύομαι, γίνεται και ο ίδιος λογοτεχνικός χαρακτήρας. Και κατ' αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει ότι είναι και οι γύρω του λογοτεχνικοί χαρακτήρες. Υπό αυτή την έννοια, έχω την αίσθηση ότι η ταινία μάς έχει ξεπεράσει όλους, ακόμα και την Αν Φοντέν.»

Το πρώτο βιβλίο της ερωτικής τριλογίας της Ε.Λ. Τζέιμς, που έκανε πιο πικάντικη τη σεξουαλική ζωή χιλιάδων νοικοκυρών και ζάμπλουτη τη συγγραφέα (100 εκατ. πωλήσεις σε 52 γλώσσες ), μεταφέρεται επιτέλους στο σινεμά, με την υπόσχεση ότι οι ερωτικές σκηνές δεν θα «λογοκριθούν» για να μη χαρακτηριστεί ακατάλληλη η ταινία.

Η φοιτήτρια φιλολογίας Άννα Στιλ (η Ντακότα Τζόνσον, κόρη του Ντον Τζόνσον και της Μέλανι Γκρίφιθ ) ζει τη σεξουαλική της ολοκλήρωση στο κρεβάτι (και όχι μόνο ) του δισεκατομμυριούχου κι ελαφρώς διεστραμμένου Κρίστιαν Γκρέι (ο Τζέιμι Ντόρναν του «The Fall» του BBC ).

«Ο κ. Γκρέι θα σας δεχτεί τώρα», γράφει η αφίσα της ταινίας, η Beyonce διασκευάζει το «Crazy in Love» για το soundtrack κι εκατομμύρια γυναίκες αναριγούν.

Δείτε το δεύτερο τρέιλερ του ερωτικού δράματος της σεζόν που ρίχνει μερικά kinky ψίχουλα (παγάκι, μαστίγιο, χειροπέδες ) ακόμη στους ανυπόμονους λάτρεις του best seller παρακάτω. Το «50 Αποχρώσεις του Γκρι» κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες στις 12 Φεβρουαρίου του 2015.

Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου φέτος θα είναι πιο S/M από ποτέ.

Σελίδα 78 από 88

forwoman

Μείνετε ενημερωμένοι. Εγγραφείτε στο Newsletter μας.

Ζώδια - Σχέσεις

Υγεία

Παιδί

Τέχνες

Επικαιρότητα

Τα cookies βοηθάνε στην καλύτερη εμπειρία σας στην περιήγηση της ιστοσελίδας μας, συνεχίζοντας συμφωνείτε με τη χρήση τους.