facebook_page_plugin

Πρόσωπα

18 Φεβρουαρίου – Διδώ Σωτηρίου

Η Διδώ Σωτηρίου, γεννημένη σαν σήμερα το 1909, ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.Τιμήθηκε με το βραβείο ελληνοτουρκικής φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί, το 1983, με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, το 1989, με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, το 1990 και με τον Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος, το 1995. Το 2001 η Εταιρεία Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο “Διδώ Σωτηρίου”, το οποίο απονέμεται “σε ξένο ή έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα”

Φοίτησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και το 1937 παρακολούθησε για λίγους μήνες μαθήματα γαλλικής λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Συνεργάστηκε με το περιοδικό “Γυναίκα” (ως αρχισυντάκτρια) και τις εφημερίδες “Νέος Κόσμος” και “Ριζοσπάστης” (αρχισυντάκτρια από το 1944), ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής συνεργάστηκε με τις Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού, και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1959 με την έκδοση του μυθιστορήματος “Οι νεκροί περιμένουν”. Έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες. Ένα κομμάτι του έργου της έχει γνωρίσει επιτυχία στο εξωτερικό, και ιδιαίτερα στην Τουρκία.

Ανήκει στους έλληνες πεζογράφους του μεσοπολέμου. Το έργο της κινείται στο πλαίσιο του ρεαλισμού με έντονη την παρουσία του αυτοβιογραφικού στοιχείου και της συναισθηματικής συμμετοχής του συγγραφέως στις περιπέτειες των ηρώων της, και αντλεί τη θεματολογία του από τη μικρασιατική καταστροφή, την περίοδο του εμφυλίου και την μετά τον εμφύλιο περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Με τα “Ματωμένα χώματα” εγκαινίασε την πορεία της προς μια γραφή που συνδυάζει τη μυθιστορηματική τεχνική με μια προοπτική εξέτασης των θεμάτων της από ιστορική σκοπιά, πορεία που συνέχισε και στα δύο επόμενα μυθιστορήματά της την “Εντολή”, με θέμα την υπόθεση Μπελογιάννη και το “Κατεδαφιζόμεθα”. Πέθανε στην Αθήνα στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, γεννημένων από τον 18ο αιώνα έως το 1935, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)

‘Εχει πει:

– Δεν είδα γύρω μου να σέβεται κανείς τον άνθρωπο. Είδα να σέβονται τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία, τη μοχθηρία, την ατιμία…

– Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη.

Επιμέλεια: Δήμητρα Ντζαδήμα 

https://www.fractalart.gr/

Γεννήθηκε σαν σημερα 15 Δεκεμβρίου 1923.

Το σπίτι του Κουν ήταν κάπου στη Ζωοδόχου Πηγής. Κι όταν λέω σπίτι, εννοώ ένα δωμάτιο μέσα σε μια αυλή. Μια μεγάλη ξύλινη πόρ­τα μισάνοιχτη, πάντως ο Γιώργος χτύπησε με τη γροθιά του πριν μπούμε μέσα.

Έμπα, ακούστηκε μια δυνατή, περίεργη φωνή, και μπήκαμε. Στη ζωή μου έχει παίξει μεγάλο ρόλο η πρώτη στιγμή που γνωρίζω έναν άνθρωπο. Μόλις γνώρισα τον Γιώργο ένιωσα εμπιστοσύνη. Η πρώτη μου επαφή με τον Κουν με γέμισε δέος. Μισοξαπλωμένος σ’ ένα δι­πλό σιδερένιο κρεβάτι με μπρούντζινα πόμολα. Φορούσε ένα χοντρό πουλόβερ και από τη μέση και κάτω σκεπασμένος με μια στρατιωτι­κή κουβέρτα. Πάνω στο κρεβάτι, κατάχαμα, και σ' ένα μπαούλο πιο πέρα, σκορπισμένα χαρτιά. Κρατούσε ένα τσιγάρο και τα δάχτυλά του κατακίτρινα, πλάι του μια καρέκλα όπου ήτανε ακουμπισμένο ένα κεσεδάκι γιαουρτιού γεμάτο αποτσίγαρα.

Η Άλκη, είπε ο Γιώργος. Ο Κουν μόλις που σήκωσε το κεφάλι να μου ρίξει μια ματιά. Θέατρο; ρώτησε εκείνος, νομίζω έτσι για να πει κάτι.
Όχι, κουκλοθέατρο, έκανε ο Γιώργος. Γράφει. Κι ύστερα εξαφανίστηκα. Ο Γιώργος μου έγνεψε να καθίσω πάνω στο μπαούλο, εκεί­νος παραμερίζοντας τα χαρτιά κάθισε στα πόδια του κρεβατιού και ήτανε σαν να υπήρχανε μόνο οι δυο τους και το θέατρο. Λες και δεν υπήρχαν Κατοχή και πείνα, λες και δεν υπήρχε κρεμασμένο από το ταβάνι ένα φανάρι, που όσοι δεν είχαν ψυγείο έβαζαν εκεί μέσα τα φαγητά. Λες και μέσα στο φανάρι δεν υπήρχε ένα μόνο τσίγκινο πιάτο, σκεπασμένο μ’ ένα κομμάτι εφημερίδα, λες και χάμω, κοντά στο κρεβάτι δεν έχασκαν κάτι σαραβαλιασμένες στρατιωτικές μπότες, λες και δεν υπήρχε μούχλα σε μια μεριά του τοίχου κοντά στο παρά­θυρο. Λες και βρισκότανε σε κάποιο θέατρο με βελούδινα καθίσματα και βελούδινες κουρτίνες στη σκηνή. Και λέγανε για την Αγριόπαπια, αν η Καιτούλα -ποια να ήταν άραγε- θα μπορούσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, κι ο Κουν είχε αγωνία κι ο Γιώργος τον καθησύχαζε. Κι ύστερα ο Κάρολος τον ρώτησε: Το δικό σου πώς πάει; Η Ντόρα που το διάβασε είπε... Τσέχωφ. Γελάει ο Γιώργος.
— Υπερβολές της Ντόρας.
— Λέω να πάει τρίτο μετά τη Σουάνεβιτ, κάνει ο Κάρολος.
— Όπως νομίζεις, απαντά ο Γιώργος.

Κι ύστερα θυμήθηκαν ένα κορίτσι ξεχασμένο στο μπαούλο.
— Τι είπες, κάνει κουκλοθέατρο; ρωτάει ο Κάρολος.
Ο Γιώργος μου γνέφει να πάω κοντά τους.
— Ο Εμπειρίκος και ο Γκάτσος που το είδαν ενθουσιάστηκαν.
— Έλα να σε φιλήσω, λέει ο Κάρολος και μ' αγκαλιάζει.

Παρ' όλο το κρύο στο δωμάτιο, τα χέρια του είναι ζεστά. Μύρισα ολόκληρη καπνό. Βγαίνοντας, πριν κλείσουμε την πόρτα, ο Κάρολος φώναξε:
— Γιώργο, τη μετάφραση του Στανισλάφσκι.
— Καλά Κάρολε, έκανε ο Γιώργος κλείνοντας την πόρτα.

Ύστερα βγήκαμε στο δρόμο. Αμίλητοι. Είχε αρχίσει να σκοτει­νιάζει. Προχωρήσαμε και λίγο παρακάτω καθίσαμε σε μια χαμηλή μάντρα. Πέρασαν μπροστά μας τρεις γερμανοί στρατιώτες, ο ένας κρατούσε από ένα λουρί ένα τεράστιο σκύλο που γρύλισε μόλις μας προσπέρασαν.

Ελληνίδα συγγραφέας. Άφησε ως παρακαταθήκη στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» και στην παγκόσμια παιδική λογοτεχνία «Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου».

Πηγή: https://www.sansimera.gr

Ποια είναι η γυναίκα με τη δάδα στην αρχή των ταινιών της Columbia -Δεν ξαναπόζαρε ποτέ στη ζωή της [εικόνες]

Αν όχι σε όλους, στους περισσότερους, η εικόνα της γυναίκας με τη δάδα, σύμβολο της μεγάλης αμερικάνικης εταιρείας παραγωγής ταινιών Columbia Pictures, που εμφανίζεται λίγο πριν την έναρξη μιας ταινίας, μας είναι οικεία.

Όμως, η ιστορία με την πραγματική γυναίκα που πόζαρε για αυτό το σύμβολο, ενός από τα παλαιότερα στούντιο στο Χόλιγουντ, είχε μείνει μέχρι πριν και από λίγα χρόνια άγνωστη.

Όλα ξεκίνησαν το 1918 από τα αδέλφια Χάρι και Τζακ Κον και τον φίλο τους Τζόελ Μπραντ, που ίδρυσαν την εταιρεία CBC Film Sales Corporation. Στα πρώτα του χρόνια, το στούντιο πραγματοποίησε ως επί το πλείστον χαμηλού προϋπολογισμού παραγωγές, οδηγώντας τους Κον και Μπραντ το 1924, να μετονομάσουν την εταιρεία τους σε Columbia Pictures. Το όνομά τους και το γυναικείο λογότυπο φέρουν το όνομα της Κολούμπια, που είναι το πιο ξεχασμένο γυναικείο σύμβολο των ΗΠΑ.

Το λογότυπο της Columbia Pictures -το οποίο στο πέρασμα των χρόνων, έχει περάσει από πέντε σημαντικές αναθεωρήσεις - είναι μια γυναίκα που φέρει μία δάδα και φοράει έναν χιτώνα και όπως αναφέρθηκε, αντιπροσωπεύει την Κολούμπια, μια προσωποποίηση των ΗΠΑ.

Το σήμα της Columbia Pictures
Αρχικά το 1924, η Columbia Pictures χρησιμοποίησε ένα λογότυπο με μια αρχαία Ρωμαία που κρατά μια ασπίδα στο αριστερό της χέρι και ένα ραβδί σιταριού στο δεξί της χέρι. Η γυναίκα φορούσε το παραδοσιακό ρούχο των γυναικών στην αρχαία Ρώμη. Η εικόνα βασίστηκε στην ηθοποιό Evelyn Venable, γνωστή για την παροχή της φωνής της ως «The Blue Fairy» στην ταινία «Πινόκιο» της Walt Disney.

Το λογότυπο άλλαξε το 1928 με τη γυναίκα να φορά τυλιγμένη τη σημαία των ΗΠΑ γύρω της και να κρατά έναν πυρσό ψηλά και για πρώτη φορά, εμφανίζεται το όνομα Columbia Pictures πάνω από αυτήν.

Το τρέχον λογότυπο δημιουργήθηκε το 1992 και ξεκίνησε τη χρήση του σε ταινίες το επόμενο έτος, όταν οι Σκοτ Μέντνικ και το The Mednick Group προσλήφθηκαν από τον Πίτερ Γκάμπερ να δημιουργήσουν λογότυπα για όλα τα ψυχαγωγικά ακίνητα που ανήκαν στη Sony Pictures. Ο Μέντνικ προσέλαβε τον καλλιτέχνη της Νέας Ορλεάνης, Μάικλ Ντες, για να ξαναβάψει ψηφιακά το λογότυπο και να επιστρέψει τη γυναίκα σε μια «κλασική» εμφάνιση. Ο Μάικλ Ντες προσέλαβε ως μοντέλο για το λογότυπο την Τζένη Τζόζεφ, μία καλλιτέχνιδα των γραφικών τεχνών που εργαζόταν για την εφημερίδα Times-Picayune. Λόγω χρονικών περιορισμών, συμφώνησε να βοηθήσει στο μεσημεριανό της διάλειμμα.

Η αρχική Lady Columbia, όπως είπαμε ήταν ντυμένη με την αμερικανική σημαία, αλλά στον Ντες είχαν δώσει την οδηγία να αλλάξει το χρώμα σε λευκό, πορτοκαλί και μπλε και να μη χρησιμοποιήσει την «αστερόεσσα».

H Τζένη Τζόζεφ ποζάρει για το σύμβολο της Columbia Pictures που θα μείνει στην ιστορία / Φωτογραφία: Kathy Anderson
Σε μια συνέντευξη του 2013, ο Ντες είπε ότι δεν μπορούσε να θυμηθεί αν αυτό οφειλόταν σε νομικά ή εμπορικά ζητήματα. Η φωτογράφηση διήρκεσε τέσσερις ώρες και έγινε από τη φωτογράφο Κάθυ Άντερσον στο σαλόνι του διαμερίσματός της στη Νέα Ορλεάνη, το οποίο είχε μετατραπεί σε ένα μικρό, αυτοσχέδιο φωτογραφικό στούντιο. Ο Μάικλ έφτασε αργότερα με ένα κουτί κρουασάν για να ξεκινήσει η φωτογράφιση.

«Όταν ο εκπληκτικά ταλαντούχος εικονογράφος (και φίλος) Μάικλ Ντες μου ζήτησε να τραβήξω φωτογραφίες αναφοράς για έναν πίνακα, δεν είχα ιδέα πόσο εικονικό θα γινόταν αυτό το έργο τέχνης», είπε η Άντερσον. «Μια συνάδελφος, η σχεδιάστρια σελίδων της εφημερίδας Times-Picayune, Τζένη Τζόζεφ, ήταν το τέλειο μοντέλο και τα υπόλοιπα είναι ιστορία», πρόσθεσε.

Ο Ντες χρησιμοποίησε τις εικόνες που προέκυψαν για τον iconic πλέον πίνακά του. Είναι η μόνη και η τελευταία φορά που η Τζόζεφ πόζαρε ως μοντέλο, αλλά εκατομμύρια άνθρωποι έχουν δει το πρόσωπό της τα τελευταία 25 χρόνια κάθε φορά που βλέπουν τις ταινίες.

«Η συνάντηση με την Τζένη Τζόζεφ ήταν θεόσταλτη. Είναι μια γενναιόδωρη, ευγενική και διαχρονικά όμορφη κοπέλα. Δεν είχε εργαστεί ως μοντέλο στο παρελθόν και ποτέ δεν το ξαναέκανε από τότε», έχει δηλώσει σε συνέντευξη του ο Ντες.

Στις πιο ήρεμες στιγμές μεταξύ της φωτογράφισης, η Τζένη θα καθόταν εξαντλημένη. Τότε ήταν που η Κάθι πίεσε ενστικτωδώς το κουμπί της φωτογραφικής μηχανής της και κατέγραψε ένα σπάνιο θέαμα της γυναίκας με τη δάδα, να ξεκουράζεται.

H Τζένη Τζόζεφ ξεκουράζεται κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης / Φωτογραφία: Kathy Anderson
Το 2012, η Τζένη Τζόζεφ έδωσε συνέντευξη στο WWL-TV. «Το κάναμε λοιπόν κατά τη διάρκεια του διαλείμματος μου για μεσημεριανό φαγητό. Μου τύλιξαν ένα σεντόνι και κρατούσα ένα απλό φωτιστικό γραφείου, ένα πορτατίφ. Και το κρατούσα απλά ψηλά. Το κάναμε αυτό με μια λάμπα».

«Ποτέ δεν πίστευα ότι θα φτάσει στη μεγάλη οθόνη και ποτέ δεν πίστευα ότι θα υπήρχε ακόμα 20 χρόνια αργότερα, και σίγουρα ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήταν σε ένα μουσείο, οπότε αυτό είναι ευχάριστο, με ικανοποιεί», είπε ο δημιουργός του περίφημου λογότυπου της Columbia, που θυμίζει το άγαλμα της Ελευθερίας, Μάικλ Ντες.
Πηγή: iefimerida.gr

Η "Ντίβα" της όπερας Μαρία Κάλλας, γεννήθηκε σαν σήμερα 2 Δεκεμβρίου 1923.

Η μεγαλειώδης φωνή της, το βασιλικό παράστημά της και η μνημειακή στάση της καθιέρωσαν τη Μαρία Κάλλας ως ένα φαινόμενο του λυρικού θεάτρου που δύσκολα θα μπορέσει ποτέ να ξεπεραστεί.

Με τα μοναδικά φωνητικά και υποκριτικά της προσόντα η Μαρία Κάλλας ανανέωσε την όπερα και το ρεπερτόριό της (ιδιαίτερα το ιταλικό «μπελ-κάντο») και αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε τραγουδίστρια της όπερας, που φιλοδοξεί να κερδίσει από τους ειδικούς και το κοινό τον τίτλο της «νέας Κάλλας».

Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου - όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου του 1923 στη Νέα Υόρκη, κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας (Λίτσας) Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος.

1. Ο πρώτος ρόλος
Ο πρώτος ρόλος της Μαρίας Κάλλας ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφεται στο Ωδείο Αθηνών, στην τάξη της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο – σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα – κοντά στην οποία μαθητεύει και γνωρίζει τα μυστικά της υψηλής τεχνικής των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου.

Η καριέρα της απογειώθηκε σε ρόλους δραματικής υψιφώνου και δραματικής κολορατούρα με τη βοήθεια του βιομήχανου Τζιανμπατίστα Μενεγκίνι, ο οποίος λάτρεψε την Μαρία Κάλλας, όχι μόνο ως καλλιτέχνιδα, αλλά και ως γυναίκα (στις 21 Απριλίου του 1949, η Κάλλας τον παντρεύεται). Το 1951 εκπόρθησε και τη «Σκάλα» του Μιλάνου, με τους Σικελικούς Εσπερινούς του Βέρντι. Μετά τη «Σκάλα» του Μιλάνου ήρθε η σειρά της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης (ΜΕΤ) να υποκλιθεί στην φαινομενική καλλιτέχνιδα Μαρία Κάλλας το 1956. Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίζεται στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώνεται.

Η κορυφαία ερμηνεία του Casta Diva

2. Η Μήδεια
Η μοναδική εμφάνιση της Κάλλας επί της μεγάλης οθόνης ήταν στην ταινία «Μήδεια» του σπουδαίου Ιταλού σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι, η οποία βασίζεται στην ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη.

Το φιλμ γυρίστηκε στην Καππαδοκία, με τον Παζολίνι να μένει πιστός στον μύθο. Παράλληλα την πλαισιώνει μουσικά με ακούσματα κλασικής ιρανικής μουσικής, παραδοσιακής ιαπωνικής μουσικής και άλλα έθνικ παραδοσιακά κομμάτια τονίζοντας έτσι την πρωτόγονη φύση των ανθρώπων της Μήδειας μέσα από ιεροτελεστίες και ανθρωποθυσίες.

«Ελπίζω να κατάφερα να βγάλω προς τα έξω όσο γινόταν καλύτερα την ανθρώπινη φύση της Μήδειας, κάτι που στο μύθο υπάρχει ελάχιστα, σε αντίθεση με την κακεντρέχεια. Ίσως να ήρθα σε αντιπαράθεση με τον Παζολίνι, αλλά επιθυμία μου ήταν να δείξω κάτι περισσότερο από την καλοσύνη της ηρωίδας, να πάω πέρα από τις σκοτεινές πλευρές του χαρακτήρα της» είχε δηλώσει η Κάλλας.

3. Ο Ωνάσης
Ο Ωνάσης και η Κάλλας γνωρίστηκαν το 1957, σε μια δεξίωση που διοργάνωσε η γνωστή κοσμικογράφος της εποχής, Έλσα Μάξγουελ. Το ειδύλλιο μεταξύ τους αναπτύχθηκε δύο χρόνια μετά, όταν ο Ωνάσης προσκάλεσε την Κάλλας και τον σύζυγό της σε κρουαζιέρα, με την πολυτελή θαλαμηγό του. Η παρουσία της συζύγου του, Τίνας Λιβανού, δεν απασχόλησε τον Ωνάση, που είχε επικεντρωθεί στον στόχο του: Στην Κάλλας. Τη φλέρταρε τόσο ανοικτά που που όταν κατά τη διάρκεια μιας στάσης στην Κωνσταντινούπολη ανέβηκε στη θαλαμηγό ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ευλόγησε την Κάλλας και τον Ωνάση, νομίζοντας ότι είναι σύζυγοι.

Λέγεται ότι εκείνη τη νύχτα, Ωνάσης και Κάλλας εγκατέλειψαν τη θαλαμηγό με μια βάρκα, για να απομονωθούν σε μία ήσυχη παραλία. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε η παθιασμένη σχέση τους. Ο Ωνάσης πήρε διαζύγιο από την Τίνα Λιβανού. Η Κάλλας «ελευθερώθηκε» από τον σύζυγό της σχεδόν τρεις μήνες μετά.

Το ζευγάρι είχε μεσογειακό ταμπεραμέντο. Ωνάσης και Κάλλας καυγάδιζαν σχεδόν καθημερινά. Με το πέρασμα του χρόνου, ο Ωνάσης άρχισε να απομακρύνεται από εκείνη. Η Κάλλας, που είχε αραιώσει τις εμφανίσεις της στην όπερα, περνούσε ατέλειωτες στη θαλαμηγό, περιμένοντάς τον.

Το 1968, το ζευγάρι μετρούσε σχεδόν δέκα χρόνια σχέσης. Και ενώ η Κάλλας παρέμενε ερωτευμένη, ο Ωνάσης είχε ήδη προχωρήσει στην επόμενη κατάκτησή του: Την Τζάκι Κένεντι. Ο χωρισμός στοίχισε πολύ στην Κάλλας. Κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει τα προσωπικά της προβλήματα, επανακάμπτοντας στην λυρική σκηνή, δίχως αποτέλεσμα. Η τελευταία της εμφάνιση πραγματοποιείται στην πόλη Σαπόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.

4. Ο θάνατός της
Σύμφωνα με την επίσημη ιατρική έκθεση, ο θάνατος της Κάλλας στις 16 Σεπτεμβρίου του 1977 οφειλόταν σε καρδιακή ανακοπή. Πολλοί θεωρούν ότι αυτή επήλθε μετά από υψηλή δόση βαρβιτουρικών που φέρεται να πήρε η σοπράνο, διότι της είχε στοιχίσει η επώδυνη σχέση της με τον Αριστοτέλη Ωνάση.

Το 2010 ωστόσο μια ιταλική έρευνα έρχεται να ρίξει νέο φως στο μυστήριο που περιβάλλει το θάνατο της Κάλλας: Σύμφωνα με τους Ιταλούς φωνίατρους Φράνκο Φούσι και Νίκο Παολίλο, που παρουσίασαν τα αποτελέσματα της μελέτης τους στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, η τραγουδίστρια υπέφερε από δερματομυοσίτιδα, μία εκφυλιστική νόσο που φθείρει τους μυς και τους ιστούς, συμπεριλαμβανομένου του λάρυγγα. Έτσι, μοιάζει να εξηγείται και η συνεχής παρακμή του μεγαλείου της φωνής της, που είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Το φαινόμενο Κάλλας

Όπως εξηγούν οι δύο Ιταλοί επιστήμονες, η θεραπεία για τη δερματομυοσίτιδα βασίζεται σε κορτιζονούχα και ανοσοκατασταλτικά σκευάσματα, τα οποία είναι πιθανό να επιφέρουν σταδιακά καρδιακή ανεπάρκεια. Επομένως, ο Φούσι και ο Παολίλο συμφωνούν με την επίσημη ιατρική έκθεση, μόνο που διευκρινίζουν ότι η ανακοπή δεν ήταν τυχαίο γεγονός, αλλά το αποτέλεσμα της εκφυλιστικής μυασθένειας. Αφετηρία για τις ιταλικές έρευνες αποτέλεσαν οι ηχογραφήσεις της διάσημης σοπράνο, τόσο από το στούντιο όσο και από ζωντανές εμφανίσεις της. Με τη μέθοδο της φασματογραφικής ανάλυσης οι επιστήμονες εξέτασαν τις ηχογραφήσεις ίδιων κομματιών από διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαπίστωσαν τις αλλοιώσεις στη φωνή της καλλιτέχνιδας, η οποία έφτασε τα τέλη της δεκαετίας του ’70 να γίνει μέτζο σοπράνο. Οι δύο φωνίατροι ανέλυσαν επίσης και τα τελευταία βίντεο της Κάλλας, στα οποία ήταν εμφανής και η μυϊκή χαλάρωση που είχε υποστεί, αφού ο θώρακας της δεν διατεινόταν κατά τη διάρκεια των αναπνοών. Η μελέτη αυτή έρχεται να ρίξει νέο και πιθανότατα καθοριστικό φως στη διάγνωση της δερματομυοσίτιδας, που είχε σχηματίσει ο ιατρός Μάριο Τζακοβάτσο, ο οποίος είχε επισκεφτεί την τραγουδίστρια το 1975, αλλά είχε κρατήσει κρυφή τη διάγνωση του μέχρι το 2002.

5. Το μεγάλο μυστικό
Στο κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ "Απόλυτη Κάλλας" του Γάλλου σκηνοθέτη Φιλίπ Κολί, βασισμένο σε ιστορικά αρχεία, αποκαλύπτεται μια μυστική πτυχή της ζωής της μεγάλης "ντίβας".

Συγκεκριμένα αποκαλύπτεται ότι η Μαρία Κάλλας στις 30 Μαρτίου του 1960 γέννησε ένα άρρεν βρέφος πλην όμως νεκρό που φέρεται ως καρπός του έρωτά της με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Ο Κολί ισχυρίζεται ότι επαλήθευσε το ατυχές αυτό γεγονός με πιστοποιητικό γέννησης, στο οποίο αναφέρεται με το όνομα Όμηρος, αλλά με επίθετο "μη αναγνώσιμο". Επίσης ισχυρίζεται ότι κατέχει φωτογραφίες από το νεκροταφείο Μπρέσο του Μιλάνου όπου, κατά τους ισχυρισμούς του, θάφτηκε το νεογέννητο υπό "άκρα μυστικότητα". Επίσης υπάρχουν φήμες που λένε ότι το παιδί δόθηκε για υιοθεσία μετά τη γέννησή του σε άγνωστο θετό γονέα.

Πηγή:
Sansimera, Βικιπαιδεία/https://www.news247.gr/

Εσθήρ Κοέν 1924 – 2020: Ιn memoriam
Φωτ. Αλέξανδρος Αβραμίδης
Σταύρος Τζίμας

«Με το που στάθηκε μπροστά μου σηκώθηκα και σε στάση προσοχής του συστήθηκα: “Ζιίμπεν Ζίμπτσιχ τάουζεν χουντάτ τσβάι”, του είπα στα γερμανικά, δηλαδή αριθμός 77.102. Τη στιγμή εκείνη δεν είχα εικόνα ούτε του εαυτού μου, ούτε των γύρω μου. Νόμιζα ότι βρισκόμουν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης…».

Η Εσθήρ Κοέν συστήθηκε με το ανεξίτηλο νούμερο του χεριού της με το οποίο ήταν υποχρεωμένη να αναφέρεται στα «άπελ», στα καθημερινά προσκλητήρια, πρωί-απόγευμα, στο Άουσβιτς, επι δώδεκα μήνες.

Με τη διαφορά ότι τώρα δεν είχε απέναντί της κάποιον capo ή δήμιο Ες Ες, αλλά τον πρόεδρο της Γερμανίας Γιόακιμ Γκάουκ, πάστορα πριν πάρει τον δρόμο της πολιτικής, στη Συναγωγή των Ιωαννίνων.

«Εντσουλντιγκουνγκ (συγγνώμη), μου είπε και με αγκάλιασε δακρυσμένος».

«Αισθανθήκατε κάποια ανακούφιση με την συγγνώμη;», την ρωτάμε.

«Αχ, παιδί μου, το κακό που μας έκαναν δεν αναπληρώνεται. Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα, γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται».

Η εικόνα, στην οποία ο πρώτος πολίτης της Γερμανίας ασπάζεται ένα από τα θύματα του Ολοκαυτώματος ζητώντας για λογαριασμό της χώρας του επισήμως συγγνώμη για τα-πολλά- εγκλήματα που διέπραξαν τα ναζιστικά στρατεύματα στην Ελλάδα, έκανε τον γύρο του κόσμου, με τα γερμανικά ΜΜΕ να την αναδεικνύουν προκαλώντας αίσθηση στους συμπατριώτες τους.

Η ιστορία της Εσθήρ Κοέν όμως, όπως μου την αφηγήθηκε για την «Κ» είναι (και) για μας τους Έλληνες μια γερή γροθιά στο στομάχι. Όχι μόνο για την φρίκη που έζησε στο Άουσβιτς, και που λίγο πολύ δεν διαφέρει από τα όσα βίωσαν όσοι από καθαρή τύχη γλίτωσαν τα κρεματόρια. Αλλά για τα όσα προηγήθηκαν της σύλληψης και κυρίως για τα δεινά που την περίμεναν όταν επέστρεψε στη λατρεμένη πόλη της, τα Γιάννενα.

«Κανένας δεν πόνεσε, ούτε ένα δάκρυ. Τι τους κάναμε; Δεν τράβηξε κανείς γείτονας το κουρτινάκι να δει να μας σέρνουν στους δρόμους», λέει περιγράφοντας την ημέρα της σύλληψης και μεταφοράς των Ρωμανιωτών Εβράιων των Ιωαννίνων στο Άουσβιτς και ο λόγος της ξεχύνεται χείμαρρος ορμητικός.

Ήταν ξημερώματα 25ης Μαρτίου του 1944, όταν Έλληνες χωροφύλακες κατ’ εντολή της Γκεστάπο περικύκλωσαν τις εβραϊκές συνοικίες γύρω από το Κάστρο και στην ευρύτερη παραλίμνια περιοχή. «Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν, κύριε, στη μεγάλη πλειοψηφία, νοικοκυραίοι, δεν είχαμε πειράξει κανέναν, αιώνες ολόκληρους ζούσαμε στα Γιάννενα. Δεν μας αγάπησε κανείς…», λέει.

Μέχρι τότε οι κατοχικές δυνάμεις δεν είχαν πειράξει τους Γιαννιώτες εβραίους, που αριθμούσαν γύρω στις δυο χιλιάδες ψυχές. Τα Γιάννενα ήταν στην ιταλική ζώνη, αλλά όταν η Ιταλία συνθηκολόγησε και πέρασε στο πλευρό των συμμάχων, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά.

Τα μηνύματα, εξάλλου, για την τύχη των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, που είχαν μεταφερθεί νωρίτερα στη Γερμανία, έφταναν ανησυχητικά, όμως οι άνθρωποι στα Γιάννενα ήλπιζαν ότι δεν θα τους συμβεί το ίδιο.

Κάποιοι που «άκουγαν την μυστική βουή των πλησιαζόντων γεγονότων», πρόλαβαν και έφυγαν στους αντάρτες στα γύρω βουνά και σώθηκαν. Οι άλλοι, χίλιοι εφτακόσιοι είκοσι πέντε, άντρες γυναίκες, παιδιά, νήπια, βρέφη, θα πάρουν τον δρόμο χωρίς επιστροφή με προορισμό το Άουσβιτς.
«Όρμησαν στα σοκάκια ουρλιάζοντας και πυροβολώντας, χτυπώντας πόρτες και σπάζοντας τζάμια…».

Η Εσθήρ ήταν τότε μόλις δέκα εφτά χρονών. «Πάρτε από έναν μπόγο και σε μια ώρα να είστε όλοι στην πλατεία. Τι να πρώτο κάνουμε σε μια ώρα; Ήμασταν εφτά αδέρφια και οι γονείς μου. Η νύφη μου ήταν έγκυος στον όγδοο μήνα, ήταν μία τρέλα. Η μητέρα μου δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν, να μην πάει ημέρα Σάββατο να προσκυνήσει στην συναγωγή. Φέρε παιδί μου τα παπούτσια να πάω να προσκυνήσω. Μαμά, το καταλαβαίνεις πρέπει να φύγουμε, μας πιάνουν. Εγώ θα προσκυνήσω τον θεό και θα γυρίσω. Τραβώντας την σέρνουμε και την πάμε στην πλατεία του Μαβί. Ο ένας πίσω από τον άλλον, άλλος με παντόφλες, άλλος ξυπόλυτος, άλλος με πυτζάμες, τα μωρά να σκούζουν. Μια κουρτίνα κύριε, καταλαβαίνετε, να την τραβήξουν, να δω ένα δάκρυ, κανένας δεν πόνεσε, λυπούμαι που το λέω. Υποφέρω πιο πολύ, που πήγα στη Γερμανία από αυτούς. Γιατί παρακαλέσαμε πολλούς να μείνουμε κάπου εκτός των εβραϊκών συνοικιών μέχρι να περάσει η μπόρα αλλά δεν μας δέχτηκαν. Θα είχαμε γλιτώσει…».

Οι Γερμανοί και οι Έλληνες χωροφύλακες θα τους τσουβαλιάσουν στις καρότσες φορτηγών αυτοκινήτων χωρίς αντίσκηνα και διασχίζοντας τον ορεινό και κακοτράχαλο όγκο της χιονισμένης Κατάρας θα τους μεταφέρουν στην Λάρισα, όπου επί έντεκα μέρες θα τους κλείσουν σ’ ένα χάνι, χωρίς στεγη και παράθυρα.

«Πέθαναν μωρά και μεγάλοι στο χάνι. Δεν είχαμε τίποτα. Τρεις φορές την ημέρα με τα όπλα στα χέρια στην γραμμή όλοι να μας κάνουν έρευνα. Καθένας κάτι είχε κρύψει για μια δύσκολη ώρα. Στα κοφίνια για τα καρπούζια έβαζαν οι Γερμανοί και οι χωροφύλακες τα χρυσαφικά. Αυτοί που ερχόντουσαν και καθάριζαν του καμπινέδες πρέπει να έγιναν βαθύπλουτοι. Γιατί από πείσμα ρίχναμε τα χρήματα και τα χρυσαφικά στον καμπινέ να τα βρουν οι Έλληνες και να μην τα πάρουν οι Γερμανοί. Μας βαλαν στα τρένα. Εκεί που χωρούσαν δυο άλογα, έβαλαν εβδομήντα πέντε άτομα. Χωρίς φως στο βαγόνι, χωρίς νερό, γέροι, νέοι. Έντεκα μέρες ταξίδι χωρίς φαγητό, νερό, στα παγωμένα βαγόνια».

Μια νύχτα με το χιόνι να πέφτει πυκνό και το κρυο να περονιάζει το τρένο φτάνει στο Άουσβιτς και πιάνει στη ράμπα του κοντινού Μπίρκεναου.
Εκεί θα δει για τα τελευταία φορά τους γονείς και τα αδέρφια της.

«Τους έβαλαν σε μεγάλα αυτοκίνητα, όσα παιδιά πρόλαβαν και σκαρφάλωσαν τα φόρτωσαν και εκείνα. Κοριτσάκι εγώ, μικρό, πως μπορούσα ν ανέβω; Εκείνη την ώρα είδα την μητέρα μου όρθια στο αυτοκίνητο… Καθώς απομακρυνόταν μας φωνάζει: “προσέξτε, είστε κορίτσια, την τιμή σας”.
Μείναμε άφωνες, δεν έβγαινε φωνή, είχε κολλήσει η γλώσσα, δεν ήξερες τι να πεις. Μας βάλανε στην γραμμή και εκεί μας έκαναν το τατουαζ στο χέρι. Να εδώ είναι το νουμερο: 77102. Το είχα μάθει και γερμανικά και το φώναζα σε κάθε προσκλητήριο. Δεν ήμουν πλέον ένας άνθρωπος, ήμουν ένα νούμερο. Δεν είχα όνομα, δεν με είχε γεννήσει μάνα, δεν είχα οικογένεια πλέον. Τελείωσε. Από εκεί μας πήγαν να μας κόψουν τα μαλλιά.
Εκεί ήταν πολλές θεσσαλονικιές όμηροι, που είχαν πάει γρηγορότερα. Κομμώτριες, δήλωσαν..
Σε παρακαλώ, είπα σε μια κοπέλα που με κούρευε, που μπορεί να πήγαν τους γονείς μου;
Θέλεις τόσο γρήγορα να μάθεις; μου είπε.
Ναι θέλω, σε παρακαλώ, της απάντησα και μου δείχνει απέναντι.
Βλέπεις αυτή τη φλόγα;
Βλέπω.
Εκεί καίνε την μάνα σου και την οικογένειά σου. Λιποθύμησα. Με συνέφεραν, κακήν κακώς με τράβηξαν και ξημέρωσα σ ένα μπλοκ που ήτανε σαν το κοτέτσι.
Και το πρωί σηκωνόμασταν η ώρα τέσσερις και κάναμε προσκλητήριο και καταμέτρηση στην βροχή.
Φώναζαν τα νούμερα. Έβρεχε, χιόνιζε, εσύ ήσουν “Απελ”, όλα τα μπλοκ.
Μας έβαναν στην δουλειά. Τι κάναμε; Σπάζαμε πέτρες, τις φορτώναμε σ ένα βαγονάκι. Γεμάτο το βαγονάκι και εμείς κάναμε την μηχανή…
Πέντε κορίτσια αφού το γεμίζαμε το σπρώχναμε να το πάμε ένα χιλιόμετρο και τι να το κάνουμε; Να το αδειάσουμε.
Αυτή που μας διηύθυνε ήταν πολιτική κρατούμενη αλλά είχε δίπλα της άλλη Γερμανίδα “Φραω Οφζερ’ την αποκαλούσαν, με το γκλόμπ στο χέρι, πιστόλι, στολές σαν και αυτές που φορούν αυτά τα καθάρματα που βλέπω τώρα εδώ στην πατρίδα μας». Εννοούσε τα «τάγματα εφόδου» της Χρυσής Αυγής.

Καθώς ανασύρει στη μνήμη της την γυναίκα με την στολή των Eς Ες ξεσπάει. «Δεν ξέρετε τι μου θυμίζουν κύριε αυτοί που βλέπω στην τηλεόραση.
Πως μπορούμε και ανεχόμαστε σ αυτήν την έρμη την Ελλάδα που τόσοι ποιητές, τόσοι μεγάλοι άνθρωποι, την ύμνησαν την τραγούδησαν;
Που είναι η Φιλική Εταιρία, που είναι εκείνοι οι ευεργέτες που έφυγαν από τα Γιάννενα και αλλού ξυπόλητοι για την έρμη την Ελλάδα; γιατί την παρατήσαμε έτσι, τι μας έφταιξε; Καταλαβαίνετε τι κάνουμε; σκοτώνουμε τον ίδιο μας το εαυτό. Εγώ θα φύγω με πολύ πίκρα, κύριε. Εγώ είμαι Εβραία αλλά είμαι Ελληνίδα. Εγώ δεν έχω σπορά από πουθενά, Ελληνίδα είμαι».

Η Εσθήρ θα επιζήσει χάρη στην ανθρωπιά μιας Γερμανίδας Εβραίας γιατρού και κάποιων ομόθρησκών της νοσηλευτριών που την έκρυψαν, όταν οι Eς Ες ζήτησαν από τον νοσοκομείο «έναν ολόκληρο θάλαμο για το κρεματόριο» και θα επιστρέψει στην Ελλάδα, αφού αναρρώσει για ένα διάστημα στην θαλπωρή της εβραίκής κοινότητας στις Βρυξέλλες.

Είχαν επιζήσει αυτή και η αδερφή της από την εφταμελή οικογένεια. Δύο σκελετωμένες νεαρές κοπέλες, χωρίς γονείς πνιγμένες σ’ ένα φοβερό εφιάλτη, καλούνται να ανέβουν έναν νέο Γολγοθά, ελπίζοντας στην περιουσία που είχαν αφήσει φεύγοντας.

 

Το πρώτο χτύπημα για την Εσθήρ, ήταν τρομακτικό. Φτάνοντας στα Γιάννενα θα πάει κατ ευθείαν στο σπίτι τους στην οδό Γενναδίου 1.
«Όταν έκανα να μπω μέσα εμφανίστηκε στο πρώτο σκαλοπάτι ένας άγνωστος και μου είπε που πας; Στο σπίτι μου, του απάντησα.
Μου λέει, μην προχωρείς, θα σου πω κάτι. Λέω ορίστε. Ξέρεις αν η μαμά σου είχε φούρνο στην κουζίνα;
Όλο χαρά εγώ, απάντησα: βέβαια ψήναμε το ψωμί, δεν ξέρω το σπίτι μου;
Ε, αφού δεν σ έκαψαν οι Γερμανοί θα σε κάψω εγώ αν τολμήσεις μπεις μέσα, μου είπε.
Τι ήταν αυτό;
Έλληνας, να με κάψει; αυτός εμένα; Θεέ μου…».

Η Εσθήρ έφυγε διωγμένη από το σπίτι της και όπως λέει δεν ξαναπήγε ποτέ, ούτε ξαναείδε τον άγνωστο. Προφανώς ήταν ένας από αυτούς που οι αρχές είχαν εγκαταστήσει στα εβραϊκά σπίτια, μετά την μεταφορά στο Αουσβιτς των ιδιοκτητών τους. Ήταν ανταρτόπληκτοι από τα ορεινά χωριά της Ηπείρου, που είχαν καταφύγει στην πόλη των Ιωαννίνων για να γλιτώσουν καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ του ΕΑΜ και του ΕΔΕΣ μαίνονταν.

Δεν ήταν όμως μόνο οι «προσωρινοί ιδιοκτήτες», που βρήκαν στα σπίτια τους οι ελάχιστοι επιζησαντες. Τα υπόγεια ήταν σκαμμένα σε βάθος δυο μέτρων, από συνεργάτες των Γερμανών στην αρχή και «δικούς μας», στη συνέχεια που έψαχναν να βρουν λίρες και κοσμήματα τα οποία πίστευαν ότι είχαν θάψει φεύγοντας οι Εβραίοι. «Κάποια πανάκριβα κοσμήματα εθεάθησαν σε χέρια και λαιμούς γνωστών κυριών της πόλης και μερικά πανάκριβα χαλιά σε γραφεία κρατικών υπηρεσιών», μας λέει παράγοντας της εβραϊκής κοινότητας Ιωαννίνων.

Καθώς έπρεπε να ζήσει, η Εσθήρ, άρχισε να ψάχνει για τα περιουσιακά στοιχεία των γονέων της.

Όπως λέει το κρασοπωλείο του πατέρα της το είχε οικειοποιηθεί μια χριστιανή συγγενής της «που εμφάνισε δήθεν πωλητήριο της μητέρας μου η οποία όμως είχε καεί στα κρεματόρια», όταν πήγε στην τράπεζα να αναζητήσει τις καταθέσεις, της είπαν ότι τις πήραν οι Γερμανοί και αναζητώντας τις δυο singer μηχανές για να ράβει και να βγάζει ένα μεροκάματο έμαθε ότι είχαν καταλήξει στα «χέρια» της μητρόπολης.

«Πήγα στον μητροπολίτη και εκείνος με παρέπεμψε στη νομαρχία. Εκεί μου είπαν πως δεν ξέουν τι απέγιναν οι μηχανές και πως για να τις βρουν έπρεπε να τους δώσουν τους αριθμούς τους. Που να ξέρω εγώ αριθμούς; Σήκωσα το μανίκι και τους έδειξα τον αριθμό του Αουσβιτς. Αυτόν μόνο θυμάμαι τους είπα και έφυγα…».

Η καλή της τύχη θα της στείλει στον δρόμο της τον Σαμουήλ, το γειτονόπουλο που είχε διαφύγει στα βουνά, τον οποίο και θα παντρευτεί. Μαζί θα ξεκινήσουν το σκληρό ταξίδι της επιβίωσης.

Η αδερφή της Ευτυχία, θα παντρευτεί ένα Εβραιόπουλο από τα Γιάννενα που είχε συλληφθεί από τους Γερμανούς εκείνη την ημέρα αλλά στην διαδρομή προς την Λάρισα δραπέτευσε, έφυγε στα βουνά και εκεί εντάχθηκε στο ΕΑΜ.

Όταν επέστρεψε θέλησε να ανοίξει ένα καφεκοπτείο, το οποίο ονόμασε ο «Δραπέτης», για να θυμίζει την παράτολμη ενέργεια που του έσωσε την ζωή. «Για την επιγραφή αυτή τον έστειλαν εξορία στην Μακρόνησο ως κομμουνιστή, ενώ δεν ήταν!», λέει για τον γαμπρό της η Εσθηρ.

Με τον Σαμουήλ, που μάζευε παλιοσίδερα και έφτιαχνε κούνιες, απέκτησε ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Η μοίρα όμως θα συνεχίσει τα χτυπήματά της στην Εσθηρ. Ο γιος της θα πεθάνει σε ηλικία τριάντα τεσσάρων χρόνων, και η κόρη της θα φύγει στα τέλη της δεκαετίας του 60 για το Ισραήλ, αηδιασμένη, όπως λέει, από την στάση ενός καθηγητή στο Γυμνάσιο ο οποίος την αποκάλεσε «παλιοεβραία..».

Εκεί θα αποκτήσει έναν γιο ο οποίος θα σκοτωθεί στα είκοσι του χρόνια πολεμώντας ως κληρωτός με τον ισραηλινό στρατό εναντίον της Χεζμπολάχ στον Λίβανο.

Στην μικρή πολυκατοικία στην διασταύρωση των οδών Αννης Κομνηνού και Γιοσεφ Ελιγα, όπου της παραχώρησε ένα διαμερισματάκι, η Εβραϊκή Κοινότητα, η Εσθηρ Κοεν, έχοντας στο πλευρό της τον Σαμουήλ, διανύει τα βαθειά γηρατειά της.

«Θα φύγω με ένα μεγάλο γιατί. Γιατί μας τα έκαναν όλα αυτά; Γιατί μας συμπεριφέρθηκαν οι δικοί μας άνθρωποι μ αυτόν τον τρόπο; γιατί δεν θα έχω κανέναν να με πλύνει και να με συνοδέψει μέχρι νεκροταφείο;…»

Η Εσθήρ Κοέν, έφυγε από τη ζωή, τελικά, σήμερα, σε ηλικία ενενήντα έξι χρονών, παίρνοντας μαζί της το «μεγάλο γιατί». Την είχα συναντήσει στο σπίτι της στα Γιάννενα τον Μάρτιο του 2014 στο πλαίσιο ρεπορτάζ για την επίσκεψη του προέδρου της Γερμανίας Γκάουκ με αφορμή το ολοκαύτωμα από τους Γερμανούς του χωριού Λιγγιάδες, ο οποίος και είχε ζητήσει να την συναντήσει. Μαζί με μια άλλη ομόθρησκή της η Εσθήρ ήταν οι τελευταίες εν ζωή από τους Εβραίους των Ιωαννίνων που επέζησαν του Ολοκαυτώματος.

Ιn memoriam και για το «ποτέ πια», επαναφέρω την συνέντευξη-ποταμό που μου έδωσε τότε και δημοσιεύτηκε στην «Κ».

Υπογραμμίζω το αίτημά της στον Γερμανό πρόεδρο: «Παρακάλεσα τις διερμηνείς του να του πουν ότι το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν είναι να δώσουν λεφτά να γραφτούν βιβλία για να διαβάζουν και να μαθαίνουν τα μικρά παιδιά ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια εγκλήματα, γιατί δυστυχώς η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται».

https://www.kathimerini.gr/

Σπουδαίος και πολυγραφότατος Έλληνας ποιητής, με διεθνή απήχηση, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ‘30. Το 1975 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας...

Σπουδαίος και πολυγραφότατος έλληνας ποιητής, με διεθνή απήχηση, που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ‘30. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι τρία από τα πιο γνωστά έργα του. Το 1975 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την πρωτομαγιά του 1909. Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του ήταν η Νίνα (1898-1970), ο Μίμης (1899-1921) και η Λούλα (1908- 1995).

Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου. Την ίδια χρονιά πέθαναν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του Ελευθερία, και οι δύο από φυματίωση. Το 1924 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».

Το 1925 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Γύθειο και έφυγε με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Είχε προηγηθεί η οικονομική καταστροφή του πατέρα του κι έτσι ο ποιητής αναγκάστηκε να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Το 1926 προσβλήθηκε και ο ίδιος από φυματίωση και επέστρεψε στη Μονεμβασιά ως το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, οπότε γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας.

Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου και τον επόμενο μήνα στο σανατόριο «Σωτηρία», όπου έμεινε τελικά για τρία χρόνια. Στη «Σωτηρία» ο Ρίτσος γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη και με μαρξιστές και διανοούμενους της εποχής του, ενώ παράλληλα έγραψε κάποια ποιήματά του που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί σε τοπική εφημερίδα, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.

Τον Οκτώβριο του 1931 επέστρεψε στην Αθήνα κι ανέλαβε τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης. Εκεί σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η υγεία του βελτιώθηκε σταδιακά, το ίδιο και τα οικονομικά του με τη βοήθεια της αδερφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική. Τον επόμενο χρόνο, ο πατέρας του μπήκε στο Ψυχιατρείο στο Δαφνί (όπου πέθανε το 1938) και πέντε χρόνια αργότερα τον ακολούθησε η Λούλα, η οποία πήρε εξιτήριο το 1939.

Το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια ως ηθοποιός με τους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Παπαϊωάννου και Μακέδου. Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του Ριζοσπάστη κι εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, έγραψε τους στίχους - εγκώμιο για τον Ρίτσο:

Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
Να παραμερίσουμε για να περάσης.

Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου μετέφρασε ποίηματα στα ελληνικά. Κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.

Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.

Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.

https://www.sansimera.gr/

Τη μέρα που τη συνάντησα ήταν σαν να αντάμωνα ξανά με μια «παλιά φιλενάδα». Απ’ αυτές που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, δεν τις ξεχνάς ποτέ. Τις θυμάσαι με μια γλυκιά νοσταλγία και τις κρατάς για πάντα στη ζωή σου, σαν κρυφό φυλακτό.

«Έχεις δει πολλούς καπνιστές να πίνουνε πρώτα τον καφέ και μετά να ανάβουνε τσιγάρο;», με ρωτάει λίγο προτού απολαύσει την τελευταία της γουλιά. «Εγώ αυτό κάνω. Πρώτα τελειώνω τον καφέ μου και μετά ανάβω τσιγάρο. Θέλω μία-μία απόλαυση, ξεχωριστά. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα να μείνω στη δημοσιογραφία και το ‘χω απωθημένο». Από μικρή, δημοσιογράφος ήθελε να γίνει. Κι έγινε. Αλλά για πολύ λίγο. «Έπρεπε να κάνω ή λογοτεχνία ή δημοσιογραφία. Κι όπως έχεις δει με τον καφέ και το τσιγάρο, δεν μπορώ να κάνω δύο πράγματα μαζί, οπότε αφοσιώθηκα στο ένα. Κάποιοι μπορούν να κάνουν και τα δύο. Εγώ, δεν τα καταφέρνω».

Θυμάται, όμως, τα πρώτα ρεπορτάζ που της είχαν αναθέσει στην εφημερίδα «Αυγή», όπως εκείνο το εργατικό ατύχημα ενός 25χρονου παλικαριού που είχε σκοτωθεί στα διυλιστήρια λόγω έλλειψης προφύλαξης από τους εργοδότες του. «Είχα πάει στον τόπο του δυστυχήματος κι έπειτα στο σπίτι του παιδιού, οπού είχα δει τη φοβερή σκηνή με τη μάνα επάνω στον 25χρονο γιο να σπαράζει. Όλα αυτά με είχανε συγκλονίσει. Πάντα ήθελα να είμαι μαζί με τους άλλους, εκεί που συμβαίνουν τα γεγονότα. Τώρα, βέβαια, δεν είναι έτσι η δημοσιογραφία. Και μπορεί να μην ήθελα σήμερα να είμαι δημοσιογράφος…».

Επιλέγει, ωστόσο, να συνεχίσει την αφήγησή της από τη συγκεκριμένη περίοδο, περιγράφοντάς μου ακόμα ένα ρεπορτάζ. Εκείνο που θα της άλλαζε τη ζωή. «Ήταν ένα ρεπορτάζ στα βρεφοκομεία. Ήμουν 20 κάτι χρονών και πήγα σε αυτά τα μωρά που με κοίταζαν με τα μικρά τους ματάκια, μου τραβάγανε το φουστάνι και μου φώναζαν μαμά… Εκείνη τη μέρα αποφάσισα πως δεν θέλω να γεννήσω ένα παιδί. Πως θα έπρεπε να μεγαλώσω ένα παιδί του κόσμου, που θα είχε ήδη γεννηθεί. Και τον όρκο μου τον κράτησα... Υιοθέτησα τον γιο μου στα 35 μου. Ήταν το πιο ταλαιπωρημένο μωρό που υπήρχε στον θάλαμο…».

Στην ερώτηση «πώς μεγαλώσατε τον γιο σας κυρία Παπαδάκη;», η απάντηση είναι τόσο αυθόρμητη και ειλικρινής που αρχικά σε ξαφνιάζει, αλλά μετά σε βάζει στη διαδικασία να σκεφτείς διπλά και τριπλά για τις δικές σου μητρικές ευθύνες.

«Λάθος μεγάλωσα τον γιο μου, γιατί δεν του έβαλα όρια. Ένα παιδί πρέπει να ξέρει μέχρι πού φτάνουν τα όρια του. Δεν πρέπει να το αφήνεις απόλυτα ελεύθερο να αλωνίζει. Σε θεωρεί δεδομένο μετά και τα δεδομένα δεν χαίρουν υπόληψης. Οπότε, δημιουργείται μια μαύρη τρύπα και στο τέλος πέφτεις μέσα ο ίδιος. Και πληρώνεις αυτή την ελευθερία. Εγώ δεν μπορούσα να πω όχι, γιατί δεν μπορούσα να βλέπω να τρέχουνε απ’ τα μάτια του δάκρυα και να είναι θλιμμένο. Κι αν ζητούσε κάτι και κάποιες φορές έλεγα “όχι” για την τιμή των όπλων, μόλις έβλεπα δάκρυα έλεγα “ναι”. Αυτό δημιουργεί μια κατάσταση εκμετάλλευσης, γιατί ξέρει ότι το “όχι” σου θα είναι πάντα “ναι”…».

Μήπως αυτό είχε να κάνει και με το πώς μεγάλωσαν την ίδια οι δικοί της γονείς;

«Εμένα η μαμά μου δεν με μεγάλωσε, επειδή δεν μπορούσε. Ήρθανε έτσι οι καταστάσεις που δεν ασχολήθηκε μαζί μου, ένιωθε ενοχές γι’ αυτό και ό,τι και να της έλεγα, όσο τρελό και να ήτανε, αυτή έπαιρνε πάντα το μέρος μου. Όταν είχα φύγει για σπουδές στην Αθήνα μού έστελνε κάτι περίφημα δέματα που είχανε μέσα λουλούδια αποξηραμένα, ρούχα που της ζητούσα να μου φτιάξει, ένα φακελάκι με λεφτά, αλλά και τσιγάρα. Κι όταν της λέγανε: “Καλά είναι σωστό να της στέλνεις τσιγάρα σε τόσο μικρή ηλικία;”, τους απαντούσε: “Ε, τι να κάνω; Αφού, αν δεν της στείλω θα αγοράσει μόνη της”. Αυτά ήταν τα περίφημα δέματα της μαμάς μου. Που ό,τι και να έκανα με υποστήριζε. Κι εγώ το εκμεταλλευόμουνα βέβαια».

Απ’ τον μπαμπά σας τι θυμάστε εκείνα τα χρόνια;

Ο μπαμπάς μου ήτανε δάσκαλος. Ήτανε ένας προοδευτικός, υπέροχος δάσκαλος, ο οποίος ποτέ δεν με είχε στην τάξη του, γιατί δεν ήθελε να με αντιμετωπίζει, αλλά πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πόσα μαθήματα πήρα από αυτόν χωρίς να μου τα έχει διδάξει. Από τον τρόπο που μου συμπεριφερότανε, από τον τρόπο που σκεφτότανε. Είχαμε ένα κορίτσι στο σπίτι για τις δουλειές. Θα ήταν 12-13 χρονών. Όταν πήγαινε ο πατέρας μου να πάρει ύφασμα για να πάμε στη μοδίστρα να μας κάνει τα ρούχα μας, έπαιρνε και σε εμένα και σε εκείνο το κορίτσι το ίδιο ύφασμα κι έτσι φοράγαμε τα ίδια φορέματα. Αυτό ήταν μια έμπρακτη διδασκαλία που μου άλλαξε τη ζωή. Δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερος τρόπος για να μου διδάξει την ισότητα. Χωρίς να είναι ούτε κουμουνιστής, ούτε κάτι άλλο. Ήταν άνθρωπος…

Μου λέει πως αν χρειαζόταν να βάλει έναν τίτλο στη ζωή της θα ήταν το «Μια ατέλειωτη φυγή». Αν και ποτέ δεν κατάλαβε από τι ακριβώς προσπαθούσε να ξεφύγει, ήθελε πάντα να φεύγει. «Όχι με την έννοια του να ταξιδέψω. Ένιωθα σαν να με κυνηγούσαν φαντάσματα. Είχα τη φυγή μέσα μου. Ένα φτερούγισμα, όπως τα πουλιά».

Κι αυτή η φυγή ήτανε που σας οδήγησε στο γράψιμο;

Η μαμά μου ήτανε πολύ ρομαντική και πολύ ευαίσθητη. Όταν έπρεπε να διηγηθεί κάτι έβαζε ευαισθησία, έβαζε χιούμορ, έβλεπε τα πράγματα με έναν δικό της τρόπο. Ακούγοντάς τη, πήρα κι εγώ απ’ αυτή τη ματιά της στο γράψιμο. Επίσης, είχε μια καταπληκτική ιδιότητα στο να δίνει παρατσούκλια στους ανθρώπους ανάλογα με τον χαρακτήρα τους και ήτανε απόλυτα ταιριαστά αυτά που έδινε. Έχω χρησιμοποιήσει κάποια από αυτά στα βιβλία μου.

Σ’ αυτό το πρώτο ραβασάκι που γράψατε στον θεό, τι του λέγατε;

Αυτό το ραβασάκι το έγραψε ένα παιδί που πήγαινε στην πρώτη δημοτικού. Ήξερα να γράφω πριν πάω σχολείο. Αφού έκανα πολλές φορές την προσευχή μου κάθε μέρα και παρακαλούσα τον θεό να γίνει κάτι να αλλάξει η ατμόσφαιρα στο σπίτι μας, που ήτανε βαριά και δεν την άντεχε ένα παιδί, σκέφτηκα να γράψω ένα γράμμα στον θεό. Το γράμμα αυτό, λοιπόν, ήτανε πολύ απλό. Έγραφε, «αγαπημένε μου θεέ, σε παρακαλώ κάνε κάτι να γελάει η μαμά μου, να είναι όλοι στο σπίτι χαρούμενοι». Δυο τρεις προτάσεις. Το ‘κλεισα σε έναν φάκελο, έγραψα «προς τον θεό», το όνομά μου από πίσω και το έριξα στο γραμματοκιβώτιο. Όταν το είδε ο ταχυδρόμος, είδε τον αποστολέα και το έδωσε στον πατέρα μου. Αυτός δεν μου ‘πε τίποτα και το φύλαξε. Κάποια στιγμή γύρω στα 20 μου, μου λέει «για έλα εδώ που έχεις και μια ανεπίδοτη επιστολή. Το ‘χω ακόμη αυτό το ραβασάκι.

Πιστεύετε ακόμα στον θεό;

Πιστεύω στον θεό σαν ανώτερη δύναμη, αλλά δεν πιστεύω ότι ο θεός ασχολείται με τις τύχες των ανθρώπων. Πάντα είχα μια αριστεροσύνη μέσα μου, χωρίς ποτέ να είχα γραφτεί σε κόμμα. Απλά, γεννήθηκα έτσι.

Και στη μοίρα το ίδιο;

Πιστεύω ως ένα σημείο. Ότι κάποια πράγματα είναι γραφτό να γίνουνε όπως και οι άνθρωποι που θα συναντήσουμε. Αλλά πιστεύω ότι είναι στην ελευθερία της συνείδησής μας η διαχείριση αυτών που θα μας συμβούνε. Το πώς θα διαχειριστείς ένα γεγονός είναι δικό σου θέμα. Μπορεί να είναι γραμμένο να χάσεις κάποιον για παράδειγμα, αλλά το πώς θα το διαχειριστείς εσύ είναι δικό σου θέμα.

Όταν σε μια συνέντευξή σας ρωτηθήκατε από πού εμπνέεστε, είχατε πει ότι έρχονται οι χαρακτήρες και σας βρίσκουν…

Ναι, αυτό είναι αλήθεια… Αν έχω κερδίσει κάτι στη ζωή μου είναι ότι μπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους. Δεν τους κρίνω, τους νιώθω. Δεν μπορώ να πω αγαπώ όλους τους ανθρώπους. Η λέξη αγαπώ είναι πολύ βαριά, αλλά μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη νιώθω. Με ρωτούσε μια ξαδέλφη, γιατί σε σένα ανοίγονται οι άνθρωποι; Της λέω, γιατί αφήνω ανοικτή την πόρτα και δεν έχω στρωμένο ακριβό χαλί.

Ψάχνοντας τις ψυχές των άλλων, τι έχετε κερδίσει σε προσωπικό επίπεδο;

Ανακάλυψα πράγματα για τη δική μου ζωή. Είναι αμφίδρομη αυτή η διαδικασία. Ψάχνοντας για τον άλλον, ανακαλύπτω πράγματα για μένα που θέλανε ψάξιμο για να βρεθούνε. Αυτό είναι το προσωπικό κέρδος.

Υπάρχουν πράγματα που θα θέλατε να αλλάξετε, αν σας δινόταν η ευκαιρία;

Θα προστάτευα λίγο περισσότερο τον εαυτό μου, γιατί παρά άφησα την ψυχή μου ανοικτή. Χρειάζεται να είναι ανοικτή, αλλά φυλασσόμενη λίγο. Θα έβαζα, λοιπόν, ένα όριο στην ψυχή μου. Δεν θα άφηνα όλες τις πόρτες ανοικτές. Όταν είσαι τόσο ανοικτός με τους ανθρώπους στο τέλος μένεις εκτεθειμένος.

Σας έχουν πληγώσει άνθρωποι;

Και με πλήγωσαν άνθρωποι και πλήγωσα ανθρώπους. Δεν είμαι η αναμάρτητη.

Στη ζωή της, λέει, ερωτεύτηκε πάρα πολλές φορές. Τόσες, όσες για να μην έχει απωθημένα… «Με τον έρωτα είχα πολύ καλές σχέσεις. Και δεν πληγώθηκα ιδιαίτερα. Μάλλον, πλήγωσα περισσότερο εγώ. Έφευγα. Κάποιες φορές δεν έπρεπε, αλλά έφευγα».

Τον άντρα της τον ερωτεύτηκε τρελά. Παντρεύτηκαν μόνοι τους σ’ ένα ξωκλήσι, χωρίς να το ξέρει κανείς και με τα ρούχα που φορούσανε. Τους γονείς της, τους ειδοποίησε τηλεγραφικώς… «Ήμουνα 25 τότε. Και έπεσε βόμβα. Μετά από καμιά δεκαριά χρόνια, βέβαια, χωρίσαμε με τον άντρα μου και τώρα είμαστε πάλι μαζί ως σύντροφοι. Ήτανε σε μια κατάσταση δύσκολη αυτός, δεν ήμουνα κι εγώ στα καλύτερά μου και ο ένας βοήθησε τον άλλον. Ήταν και ένας λόγος το παιδί, που είχε αδυναμία στον πατέρα του και μου έλεγε πολλές φορές “ο μπαμπάς μου είναι καλός άνθρωπος και όπως τον έδιωξες αυτόν θα με διώξεις κι έμενα κάποια στιγμή”. Δεν τον είχα διώξει, ήρθανε έτσι τα πράγματα, αλλά ο μικρός αυτό νόμιζε».

Τι φοβάστε περισσότερο στη ζωή σας, κυρία Παπαδάκη;

Φοβόμουνα πάντα κι ακόμα φοβάμαι αυτά που δεν θα μπορώ να διαχειριστώ. Την αρρώστια πιο πολύ, φοβάμαι μη χάσω το μυαλό μου.

Συνεχίζετε, όμως, να κάνετε όνειρα;

Αλίμονο στον άνθρωπο που δεν κάνει όνειρα. Και μια μέρα να ξέρεις ότι θα ζήσεις, πρέπει να σκεφτείς τι θα κάνεις το απόγευμα. Δεν μπορείς να μη σκέφτεσαι τι θα κάνεις στη ζωή σου. Μικρά όνειρα, όχι μεγαλεπίβολα σχέδια. Απλά πράγματα, αλλά που σου δίνουνε δύναμη να δεις τη ζωή χρωματιστή.

Και τι είναι αυτό που δίνει χρώμα στη δική σας ζωή, πέρα από τη συγγραφή;

Δεν είμαι από εκείνους που κάθονται κάθε μέρα και γράφουν. Μου αρέσει να ασχολούμαι με τα απλά πράγματα που δεν απαιτούνε να δώσεις όλη σου την ψυχή, όπως είναι το γράψιμο. Ασχολούμαι με το σπίτι, φτιάχνω δημιουργίες, βλέπω τους φίλους μου, βλέπω την εγγονή μου. Ζω την καθημερινότητα.

Πώς αισθάνεστε κάθε φορά που γράφετε τη λέξη «τέλος» σε ακόμα ένα μυθιστόρημα;

Απελευθέρωση. Είναι ένα ξαλάφρωμα ψυχής. Και το «τέλος», το γράφω με μεγάλα γράμματα κιόλας και πολλές φορές με χρωματιστούς μαρκαδόρους. Το κάνω για την πάρτη μου…

Της ζητάω να μου πει πώς θα ήθελε να κλείνει αυτή η συνέντευξη κι επιλέγει να μου μιλήσει ξανά για την αγάπη. «Είναι η μεγαλύτερη αξία στον άνθρωπο. Και ξέρεις κάτι; Η αγάπη δεν διδάσκεται. Δεν είναι θεωρία. Η αγάπη είναι σαν τον ιό. Μεταδοτική. Πρέπει να στην κολλήσει κάποιος…».

Πηγή: http://www.philenews.com/downtown/anthropoi/article/624026/alkyoni-papadaki-an-allaza-kati-tha-ebaza-ena-orio-stin-psychi-moy

https://apotis4stis5.com/

Σελίδα 3 από 26

forwoman

Μείνετε ενημερωμένοι. Εγγραφείτε στο Newsletter μας.

Ζώδια - Σχέσεις

Υγεία

Παιδί

Τέχνες

Επικαιρότητα

Τα cookies βοηθάνε στην καλύτερη εμπειρία σας στην περιήγηση της ιστοσελίδας μας, συνεχίζοντας συμφωνείτε με τη χρήση τους.