facebook_page_plugin

Πρόσωπα

«La Bohemienne», πίνακας του Renoir

«Να δέχεσαι τον κόσμο όπως τον βρίσκεις, το κακό με το καλό, να επωφελείσαι στο έπακρο τη στιγμή. Να γελάς στην Τύχη, είτε είναι γενναιόδωρη ή σκληρή μαζί σου. Να ξοδεύεις ελεύθερα όταν έχεις λεφτά, και να ελπίζεις χαρούμενος όταν δεν έχεις καθόλου. Να σπαταλάς απρόσεχτα το χρόνο να ζεις για την αγάπη και την τέχνη», περιγράφει γλαφυρά τη νοοτροπία του μποέμ της εποχής ο Αμερικανός συγγραφέας Gelett Burgess

Μία εθνολογική ανακρίβεια έμελλε να χαρίσει το όνομά της σε μία καλλιτεχνική τάση που μετρά αισίως 150 και χρόνια ζωής. Όταν οι αντισυμβατικοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι του Παρισιού, παραγκωνισμένοι και περιθωριοποιημένοι από την Εκκλησία, τους επίσημους επιστημονικούς κύκλους και την υψηλή κοινωνία της εποχής για τις νέες, παράδοξες και «αιρετικές» προσεγγίσεις τους στην τέχνη, τον έρωτα, την επιστήμη, τα ήθη και τον τρόπο ζωής, αναζήτησαν καταφύγιο στις φτωχογειτονιές του Παρισιού στις αρχές του 19ου αιώνα, ο όρος bohemian ήταν ήδη ευρύτατα διαδεδομένος.

Η πόλη των Μποέμ. Στις αρχές του 20ου αιώνα, στα πεζοδρόμια των γειτονιών του Παρισιού, στη Μονμάρτρη και στο Μονπαρνάς, τύποι υπέροχοι υπηρετούσαν και διέδιδαν τη μοντέρνα Τέχνη. Τύποι γνωστοί σε όλους μας που κέρδισαν την παγκόσμια αναγνώριση και το θαυμασμό: Πικάσο, Μοντιλιάνι, Απολινέρ, Μπρακ, Ματίς, Ζακόμπ… Έρχονταν απ’ όλες τις χώρες. Ήταν ζωγράφοι, ποιητές, γλύπτες, μουσικοί, συγγραφείς, άνθρωποι της διασκέδασης, αιώνια ερωτευμένοι και ελεύθεροι. Φορούσαν χάρτινες γραβάτες και τρύπια πέδιλα. Ήταν καλλιτέχνες. Για τρεις δεκαετίες οδηγούσαν το χορό της πένας και του πινέλου. Η ζωή τους ήταν εκτυφλωτική σαν τα έργα τους. Και τα έργα τους όμορφα σαν τη ζωή τους. Ήταν και παρέμειναν οι ήρωες της εποχής των Μποέμ, οι εκπρόσωποι ενός κόσμου εκπληκτικού, το φως του οποίου φωτίζει ακόμη τον αιώνα μας.
«Μποέμ» είναι ένας άνθρωπος που ζει ελεύθερα, δημιουργικά, χωρίς συγκεκριμένα όρια και αυστηρούς κανόνες. Συνήθως είναι καλλιτέχνης, επιμελώς ατημέλητος και με χαλαρή διάθεση για τη ζωή. Τι σημαίνει όμως ο όρος «μποέμ» και από πού προέρχεται; «La Bohemienne», πίνακας του Renoir Η λέξη «μποέμ», “boheme” στα γαλλικά ή «bohémien» στα Γαλλικά, σημαίνει ο κάτοικος της Βοημίας, περιοχής της Τσεχίας. Μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα, οι Γάλλοι αποκαλούσαν «μποέμ» τους τσιγγάνους, γιατί πίστευαν λανθασμένα, ότι όλοι οι τσιγγάνοι είχαν περάσει μέσω Βοημίας για να φτάσουν εκεί. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο όρος «μποέμ» άλλαξε περιεχόμενο. Τον χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν τους φτωχούς, μη συμβατικούς καλλιτέχνες του Παρισιού που ζούσαν ενάντια στους κανόνες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Όταν η νέα γενιά ρομαντικών καλλιτεχνών του 19ου αιώνα, έστρεψε την πλάτη στα χρήματα της μέσης τάξης και συγκεντρώθηκε στις φτωχογειτονιές του Παρισιού, άρχισαν να συναναστρέφονται με τις άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες της κοινωνίας που κατοικούσαν εκεί, όπως ήταν οι τσιγγάνοι.

Επηρεάστηκαν από τη νομαδική νοοτροπία τους. Υιοθέτησαν το στυλ τους, φορώντας ριχτά ρούχα και φανταχτερά μαντήλια. Παρουσίαζαν τους τσιγγάνους ως ρομαντικούς ταξιδιώτες, που κοιμόντουσαν κάτω απ’ τα αστέρια και γνώριζαν τον κόσμο. Η πρώτη φορά που η λέξη «μποέμ» εμφανίστηκε σε έντυπο ήταν το 1834, σε κείμενο του συγγραφέα Φέλιξ Πιατ, που έδωσε τον εξής ορισμό: «Η μανία των νεαρών καλλιτεχνών να ζήσουν εκτός της εποχής τους, με εναλλακτικές ιδέες και εναλλακτική συμπεριφορά, τους απομονώνει από τον κόσμο. Τους μετατρέπει σε ξένους. Τους περιθωριοποιεί απ’ τον νόμο και την κοινωνία. Είναι οι μποέμ (δηλαδή οι τσιγγάνοι) του σήμερα». Το 1845, με το δημοφιλές μυθιστόρημα του Ερρίκου Μυρζέ, «Σκηνές μποέμικης ζωή», η λέξη έγινε συνώνυμη με το καλλιτεχνικό ρεύμα της εποχής και έκτοτε χρησιμοποιείται για να προσδώσει αυτή την αίσθηση ελευθερίας και ρομαντισμού....
Η συγγραφέας Βιρτζίνια Νίκολσον συγγενής της Βιρτζίνια Γουλφ χαρακτηρίζει τους μποέμ αουτσάιντερ της ζωής. Στο βιβλίο της «Among the Bohemians», η Νίκολσον ερευνά τον τρόπο ζωής των ανδρών και των γυναικών κατά το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα στη Βρετανία. Αντάρτες και πνεύματα ελεύθερα μεταφέρουν τον ιδεαλισμό και τη δημιουργικότητά τους σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής, κωφεύοντας στην αποδοκιμασία, άτομα καταχρεωμένα, μέθυσοι, χρήστες ουσιών… Ανθρωποι που εγκαταλείπουν τα πολυτελή σπίτια τους και ζουν σε τροχόσπιτα τσιγγάνων, μιμούμενοι τον τρόπο ζωής των αθίγγανων της Βοημίας, απ’ όπου προέρχεται ο όρος μποέμ. Κι είναι, τελικά, αυτές οι επιλογές που στο τέλος του οδήγησαν στη φτώχεια, την πείνα τον εθισμό και τον θάνατο.
ΟΙ ΚΑΛΙΦΟΡΝΕΖΟΙ
Στην αντιπέρα όχθη του Ατλαντικού, ο όρος μποέμ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από και για τους νεαρούς δημοσιογράφους που υπήρξαν ανταποκριτές στα μέτωπα του εμφυλίου πολέμου τα πρώτα χρόνια του 1860, έτσι που για κάποιο διάστημα να γίνει σχεδόν συνώνυμος του πολεμικού ανταποκριτή αλλά και του γράφοντα στις εφημερίδες της εποχής. Αργότερα η έννοια του ταυτίστηκε με τη σημασία που είχε και στην Ευρώπη και στους κύκλους του έτρεξαν να ενταχθούν λογοτέχνες όπως ο Μαρκ Τουέιν και ο Τσαρλς Γουόρεν Στόνταρντ. Το 1872 μάλιστα ιδρύθηκε στο Σαν Φρανσίσκο της Καλιφόρνια το Bohemian Club, το οποίο αν και ξεκίνησε ως λέσχη καλλιτεχνών, άρχισε να δέχεται στους κόλπους του βιομήχανους, επιχειρηματίες και πολιτικούς, διαστρεβλώνοντας έτσι την πραγματική σημασία της ονομασίας του, περιορίζοντάς την στους φραγκάτους bon viver της περιοχής.
ΜΠΙΤ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΗΤΤΑ: Πραγματικοί μποέμ στην αμερικανική επικράτεια υπήρξαν οι hipsters της δεκαετίας του ‘40, οι beatniks στα χρόνια του ‘50 και μετέπειτα οι hippies και όλα τα underground κινήματα, μέχρι να βγουν στην επιφάνεια και να γίνουν κι αυτά κομμάτι του mainstream και να κεφαλοποιηθούν στην αγορά.
​Ο ΜΠΟΕΜΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ:

Στη χώρα μας, ο μποέμης, η μποέμισσα και το μποέμικο, βρήκαν το αντίστοιχό τους στους ρεμπέτες και στην κουλτούρα τους, οι οποίοι ήταν και οι πρώτοι που υιοθέτησαν τον όρο, γράφοντας δεκάδες τραγούδια για την μποέμικη ζωή. Στην ελληνική δημώδη γλώσσα μάλιστα, πέρασε η λέξη ομόηχα χαρακτηρίζοντας γενικά την ανέμελη ζωή γεμάτη απολαύσεις, χωρίς κανένα ιδιαίτερο μειωτικό χαρακτήρα ή προέκταση.

Αντίθετα, ο μποέμης χαρακτηρίζει όχι μόνο τον bon viver, αλλά και τον ανοιχτόκαρδο, εξωστρεφή, καλόκαρδο και γενναιόδωρο άνθρωπο: Τώρα τ’ αποφάσισα μποέμης για να γίνω/και για τον κόσμο στο εξής δεκάρα πια δε δίνω/Σ’ αυτό τον ψεύτικο ντουνιά μποέμικα θα ζήσω/τη λεβεντιά, τα νιάτα μου να τα ευχαριστήσω/Στον κόσμο πια μποέμικα τώρα διασκεδάζω/και πόνο μέσα στην καρδιά, κανένα πια δε βάζω (Μποέμης των Στ. Περπινιάδη και Στρ. Παγιουμτζή, στίχοι του Δ. Σέμση).


Ένας bohemian είναι απλούστατα ένας καλλιτέχνης ή ένας άνθρωπος των γραμμάτων, ο οποίος, συνειδητά ή ασυνείδητα, διαχωρίζεται από το συμβατικό, στη ζωή και στην τέχνη», έγραφε το «Westminster Review» το 1862

Μια γεύση μποέμ στο σπίτι μας
Το στυλ μποέμ δεν αφορά αποκλειστικά τα ρούχα και τα αξεσουάρ που φοράμε. Εφαρμόζεται τέλεια και στα σπίτια μας και ειδικά στα δωμάτια όπου περνάμε τον περισσότερο χρόνο: από το σαλόνι ως την κουζίνα περνώντας από το μπάνιο μας.Δεν υπάρχουν μυστικά για να υιοθετήσει κάποιος το στυλ μποέμ στο σπίτι του. Επιλέξτε χρωματιστά αντικείμενα, καλής ποιότητας. Απελευθερωθείτε στη χρήση τους, κρεμάστε π.χ. ένα όμορφο σάλι στον τοίχο του υπνοδωματίου. Αξιοποιήστε τα πολύχρωμα βάζα ή φωτιστικά που έχετε στη διάθεσή σας για να γεμίσετε το χώρο με όμορφα πράγματα. Και την επόμενη φορά που θα κάνετε μια αγορά, επιλέξτε ένα μποέμ αντικείμενο και όχι κάτι άψυχο.

 

Τα μποέμ αντικείμενα ή έπιπλα συνδιάζονται τέλεια με τα μοντέρνα κομμάτια που ήδη διαθέτει κάποιος στο σπίτι του. Ενας πίνακας vintage κρεμιέται τέλεια δίπλα σε κάτι πιο μοδάτα, απλά προσέξτε λίγο τη σύνθεση και τα χρώματα.Ισχυρά χαρτιά του στιλ μποέμ είναι τα χαλιά και τα ριχτάρια. Ενα μποέμ ριχτάρι μπορεί να αλλάξει ριζικά το υπνοδωμάτιο και τη διάθεσή μας.

http://theatrecomments.weebly.com/

Vivian Maier: Πώς μια γκουβερνάντα αναγνωρίστηκε μετά θάνατον ως η πιο σπουδαία φωτογράφος δρόμου του 21ου αιώνα

Όταν ο John Maloof ξεκίνησε να γράφει το βιβλίο Portage Park, δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ανακάλυπτε. Ο σκοπός του ήταν απλός: Πρώτον να εμπλακεί περισσότερο στην κοινότητα της νέας γειτονιάς στην οποία μόλις είχε μετακομίσει και δεύτερον, να αναδείξει την παραμελημένη γοητεία της βορειοδυτικής πλευράς του Σικάγο.

Ο εκδότης του βιβλίου του, του είχε πει -μεταξύ πολλών άλλων- ότι το βιβλίο θα έπρεπε να έχει περίπου διακόσιες είκοσι vintage φωτογραφίες υψηλής ποιότητας, απαίτηση η οποία προϋπέθετε έρευνα και τρέξιμο από τη μία άκρη της πόλης στην άλλη σε μικρές ή μεγάλες δημοπρασίες, με την ελπίδα να βρει ξεχασμένο υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο εγχείρημά του.

Ένα απόγευμα κατά τη διάρκεια αυτού του ιδιαίτερου κυνηγητού, ο Maloof άκουσε από σύμπτωση για μία δημοπρασία σε ένα σπίτι και σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό να πάει γιατί θα μπορούσε να βρει κάτι χρήσιμο. Τι βρήκε; Τίποτα περισσότερο από ένα κουτί με πολλά αρνητικά, τα οποία ήταν αδύνατο να αξιολογήσει εκείνη τη στιγμή, οπότε και αποφάσισε να παίξει με την τύχη και να αγοράσει έναντι τετρακοσίων δολαρίων. Αυτή τελικά ήταν και η σημαντικότερη αγορά που έκανε ποτέ στη ζωή του.

Στην αρχή με το συνεργάτη του θεώρησαν ότι τα περιεχόμενα του συγκεκριμένου κουτιού δεν είχαν κάποια ιδιαίτερη αξία για το project του βιβλίου, οπότε και το άφησαν στην άκρη μέχρι που ένα χρόνο μετά και με το βιβλίο πλέον στον εκδότη, ο Maloof αποφάσισε -χωρίς ιδιαίτερο λόγο- να περάσει την ώρα του κοιτώντας και τυπώνοντας ορισμένα από τα αρνητικά. Έμεινε αποσβολωμένος! Όταν μετά από καιρό τελείωσε την πρώτη μελέτη εκείνου του υλικού, είχε στα χέρια του περισσότερες από τριάντα χιλιάδες φωτογραφίες και η συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν αριστουργήματα. Δεν ήξερε σε ποιον ανήκαν, αλλά όποιος είχε κάνει αυτά τα κλικ, ήταν χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο παραγωγικούς και ταλαντούχους Αμερικανούς φωτογράφους των τελευταίων εκατό ετών.

O Maloof ήταν μαγεμένος. Έκανε σεμινάρια φωτογραφίας, έφτιαξε στη σοφίτα του ένα σκοτεινό θάλαμο και βάλθηκε να σώσει όσο περισσότερο υλικό μπορούσε από αυτόν τον εκπληκτικό φωτογράφο. Ένα χρόνο μετά είχε καταφέρει να διασώσει το ενενήντα τοις εκατό του υλικού -εκατό με εκατόν πενήντα χιλιάδες αρνητικά δηλαδή- και είχε ανακαλύψει πως ο φωτογράφος ήταν τελικά μία γυναίκα ονόματι Vivian Maier, η οποία εργάστηκε για σαράντα χρόνια ως νταντά για πλούσιες οικογένειες στο Σικάγο και στη Νέα Υόρκη και μεταξύ των καθημερινών της υποχρεώσεων, στις βόλτες με τα παιδιά και στα ταξίδια σε άλλες πόλεις, τραβούσε φωτογραφίες.

Ο Maloof συνεπαρμένος από τη δουλειά της Maier, έφτιαξε ένα blog ανεβάζοντας εκατό φωτογραφίες της. Κανένας δεν το είχε επισκεφτεί μέχρι που χάρη σε ένα post σε discussion board στο Flickr, μίλησε για αυτό και ξεκίνησε η καταιγίδα… Από εκείνη τη στιγμή και μετά η δουλειά της Maier έγινε ανάρπαστη, ο κόσμος τη λάτρεψε, μεγάλες εφημερίδες της έκαναν αφιερώματα, γνωστές γκαλερί σε Αμερική, Ευρώπη, Ασία φιλοξένησαν εκθέσεις με τις φωτογραφίες της, η ιστορία της έγινε ντοκιμαντέρ που προτάθηκε για Όσκαρ και η εύρεση του έργου της χαρακτηρίστηκε ως η κορυφαία φωτογραφική ανακάλυψη του εικοστού πρώτου αιώνα.

Δε θα μάθουμε ποτέ το λόγο που η Vivian Maier αποφάσισε να μην γνωστοποιήσει την εκπληκτική δουλειά της. Μπορεί να ένιωθε ότι δεν ήταν αρκετά καλή, μπορεί να μην ήξερε με ποιον να μιλήσει για να την προωθήσει ή μπορεί απλά να μην την απασχολούσε τίποτα περισσότερο πέραν της δημιουργικής διαδικασίας, αν και αυτό το τελευταίο δεν είναι πιθανό, μιας και είχε κάνει απόπειρες για να γίνει γνωστή. Όταν σκέφτομαι την ιστορία της όμως, αναρωτιέμαι πόσοι ακόμα καλλιτέχνες, δημιουργοί και εν τέλει άνθρωποι είναι εκεί έξω, με μια αγκαλιά γεμάτη δώρα οι οποίοι διστάζουν να τα μοιραστούν με όλους εμάς.

Αυτό το άρθρο είναι ένα κάλεσμα σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Δεν έχει σημασία τι κάνει την καρδιά σας να σκιρτά, σας παρακαλώ μοιραστείτε τα δώρα σας μαζί μας. Το κυνήγι των ονείρων δεν ευοδώνεται στην επίτευξή τους, αλλά στην επίδειξη του θάρρους που απαιτείται για να ξεκινήσουμε να τα κυνηγάμε. Δεν έχει σημασία αν αγαπάμε τη φωτογραφία, τη διακόσμηση, το γράψιμο, τη ζωγραφική, τη μητρότητα τη μαγειρική ή οτιδήποτε άλλο. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αρχίσουμε να παίζουμε τη “μουσική” μας. Αυτήν την επιτακτική ανάγκη μου θυμίζει ένα σανσκριτικό ποίημα που έχω σε περίοπτη θέση στο γραφείο για να βλέπω κάθε πρωί…

 

Το καλοκαίρι πέρασε
και ο χειμώνας είναι εδώ
και το τραγούδι που ήθελα πω
ατραγούδιστο παρέμεινε,
γιατί πέρασα τις μέρες μου
κουρδίζοντας και ξεκουρδίζοντας το όργανό μου.

Σήμερα είναι η μέρα. Τώρα είναι η ώρα!

Εις το επανιδείν,
Κωνσταντίνος

Ο Κωνσταντίνος Καρυπίδης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων, life coach και επαγγελματίας Optimizer.https://www.bovary.gr/

Ήταν απόγευμα της 1ης Απριλίου του 1902, πριν ακριβώς 114 χρόνια, στην επαρχιακή πόλη της Καλαμάτας, όταν ο φιλόλογος Ευγένιος Πολυδούρης και η γυναίκα του Κυριακή Μαρκάτου αποκτούν ένα κοριτσάκι που του δίνουν το όνομα Μαρία.

Σχεδόν 28 χρόνια μετά, στις 29 Απριλίου του 1930, έχοντας ήδη ζήσει έναν συναρπαστικό, αλλά και «ασύδοτο» για την εποχή βίο, η σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια, γνωστή και για τον έρωτα της με τον Κώστα Καρυωτάκη, πεθαίνει από ένεση μορφίνης στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια.
Η ίδια είχε ζητήσει λίγο νωρίτερα από τον καλό της φίλο και «αιώνιο θαυμαστή» της, Βασίλη Γεντέκο, να της προμηθεύσει το ναρκωτικό στο θεραπευτήριο όπου βρισκόταν, καθώς είχε προσβληθεί από φυματίωση.

«Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες.

Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει», γράφει για αυτήν η Λιλή Ζωγράφου.
Και ίσως αυτά τα λόγια της Ζωγράφου να συνοψίζουν καλύτερα από κάθε τι άλλο που έχει ειπωθεί ή γραφτεί για αυτήν, τον πυρήνα του χαρακτήρα και της προσωπικότητα της, που δεν είναι άλλος από την έννοια της ελευθερίας.

Η Πολυδούρη άλλωστε δείχνει από πολύ μικρή ενα ιδιαίτερο ταλέντο που ταιριάζει με την ξεχωριστή, τολμηρή φύση της. Στα 14 της μόλις χρόνια δημοσιεύει το πρώτο της έργο, το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας», το οποίο και αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο.

Αν και γεννημένη στην Καλαμάτα, στην οποία επιστρέφει σε ηλικία 16 ετών, η Πολυδούρη μεγάλωσε, λόγω των μεταθέσεων που πήρε ο καθηγητής πατέρας της, στο Γύθειο και στα Φιλιατρά.

Αφού ολοκληρώνει το Γυμνάσιο, προσλαμβάνεται μετα απο εξετάσεις στην Νομαρχία Μεσσηνίας το 1918, αλλά δυο χρόνια αργότερα, το 1920 χάνει -μέσα σε 40 μέρες- και τους δυο γονείς της, ένα γεγονός που την συνταράσσει αλλά και την απελευθερώνει την ίδια στιγμή.
Οι γονείς της δεν ήταν όμως οι άνθρωποι που την καταπίεζαν. Η μητέρα της ασχολείται με το γυναικείο κίνημα, μεταφέροντας στην κόρη της τις ιδέες και τα προτάγματα του, ενώ ο πατέρας της είναι ένας φιλελεύθερος γονιός, ειδικά με τα δεδομένα ενός άνδρα της εποχής εκείνης.
Η κλειστή και συντηρητική κοινωνία της Καλαμάτας όμως δεν είναι ακόμη έτοιμη για μια «προχωρημένη» γυναίκα σαν την Πολυδούρη, που συγκινείται από την Οκτωβριανή Επανάσταση, εμπνέεται από τους φεμινιστικούς αγώνες, και είναι τελικά μια από τις λίγες γυναίκες που γράφουν στον Ελευθέριο Βενιζέλο επιστολή, ζητώντας του την καθιέρωση της ψήφου των γυναικών.

Το 1921 και αφού οι δυο γονείς της είναι ήδη νεκροί, παίρνει μετάθεση για την Νομαρχία της Αθήνας, άλλη μια εξέλιξη που θα επηρρεάσει καθοριστικά την ζωή της, καθώς εκεί θα γνωρίσει τον συνάδελφο της και έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της Ελλάδας του μεσοπολέμου, τον Κώστα Καρυωτάκη.

Ο έρωτας που αναπτύσσεται μεταξύ τους από τον Ιανουάριο του 1922 που πρωτοσυναντιόνται είναι σφοδρός και το πάθος της για εκείνον καθηλωτικό. Όπως συμβαίνει όμως με τις ζωές όλων των «καταραμένων» καλλιτεχνών, δεν θα έχει το αίσιο τέλος που όλοι ονειρεύονται. (ο όρος «καταραμένη» χρησιμοποιείται στο άρθρο σε μια πιο ελεύθερη ερμηνεία, μιας και η Πολυδούρη ήταν περισσότερο μια νεο-ρομαντική, λυρική ποιήτρια)

Το ίδιο καλοκαίρι, τον Αύγουστο του 1922, ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι πάσχει από σύφιλη, μια ανίατη και στιγματική για την εποχή ασθένεια, την οποία εμμέσως παραδέχεται με το ποίημα του «Ώχρα Σπειροχαίτη» (ο ιός που προκαλεί την σύφιλη).

Της ζητά να χωρίσουν λέγοντας της ότι δεν μπορεί να την παντρευτεί, σε αυτήν την κατάσταση υγείας. Εκείνη του απαντά ότι δεν μπορεί να σκεφτεί την ζωή της χωρίς εκείνον και του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Ο περήφανος Καρυωτάκης αρνείται αυτόν τον απαξιωτικό για εκείνον «συμβιβασμό».

Η Πολυδούρη καταρρέει. Πιστεύει ότι ο Καρυωτάκης είναι ανειλικρινής μαζί της για το θέμα της αρρώστιας και πιστεύει ότι η ιστορία αυτή είναι μια πρόφαση για να την ξεφορτωθεί. Δεν αντέχει όμως να τον χάσει από την ζωή της και έτσι συνεχίζει να διατηρεί φιλική σχέση μαζί του.

Το 1924 γνωρίζει τον Αριστοτέλη Γεωργίου, έναν νέο, όμορφο και πλούσιο δικηγόρο εκ Παρισίων με τον οποίο και αρραβωνιάζεται το 1925. Το έτος αυτό θα φέρει πολλες αλλαγές στην ζωή της. Απολύεται λόγω της ασυνέπειας της στην εργασία από την Νομαρχία Αθηνών, εγκαταλείπει την Νομική Σχόλη, στην οποία φοιτά από την εποχή που πρωτοέφτασε στην πρωτεύουσα και γράφεται στην Σχολή Θεάτρου του Εθνικού και μετέπειτα στην Δραματική Σχολή Κουναλάκη.

Τίποτα όμως απ όλα αυτά δεν μπορούν να γιατρέψουν τον καημό που έχει στην καρδιά της για τον ανεκπλήρωτο έρωτα της με τον Καρυωτάκη. Το 1926 διαλύει τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου και φεύγει για το Παρίσι, όπου και παρακολουθεί μαθήματα υψηλής ραπτικής στην σχολή Εκόλ Πιζιέ.

Εκεί, το 1928, θα εισαχθεί επειγόντως στο νοσοκομείο Σαριτέ, όπου και θα μάθει ότι έχει προσβληθεί από φυματίωση. Επιστρέφει αμέσως στην Αθήνα και εισάγεται στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Εκεί, στην τρίτη θέση απόρων βρίσκεται μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο που νοσηλεύεται για τον ίδιο λόγο και για τον όποιον η Πολυδούρη γράφει το «Βαριά Καρδιά».

Τον Ιούλιο του ίδιου έτους μαθαίνει τα νέα για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Το συγκλονιστικό αυτό γεγονός του χαμού του «αιώνιου» αγαπημένου της, αποτελεί άλλη μια ευκαιρία για «απελευθέρωση», όπως μόνο οι σπουδαίοι καλλιτέχνες μπορούν να «αξιοποιήσουν» τέτοια τραγικά γεγονότα.

Το 1928 κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Οι τρίλλιες που σβήνουν », ενώ το επόμενο έτος κυκλοφορεί και η δεύτερη δουλειά της, «Ηχώ στο Χάος». Κι όμως, συγκλονισμένη από την απώλεια, καταπονημένη από την ασθένεια, η Πολυδούρη δεν είναι ποτέ ξανά η ίδια. 


Το 1929 θα γράψει αναφερόμενη προφανώς στον εραστή που την εγκατέλειψε με τέτοιον τρόπο, «Αὐτὸς ποὺ αὐτοκτονεῖ γιατὶ τοῦ ἦρθε μιὰ μεγάλη λύπη στὴ ζωή, αὐτὸς εἶνε ἕνας ἀνάξιος τῆς ζωῆς, δὲν ἔπρεπε νὰ τὸν ἔχη δεχτῆ καθόλου. Εἶνε ἕνας μικρόψυχος. Ἑξαιρῶ ὅσους αὐτοκτονοῦν γιατί εἶνε ἄρρωστοι, εἴτε σωματικά, εἴτε ψυχικά. Φυσικὰ εἶνε ταπεινωτικὸ νὰ ζῆ κανεὶς στὸ περιθώριο τῆς ζωῆς, κι᾿ ὅμως νὰ ζῇ!»

Έχει ήδη φτάσει Απρίλιος του 1930. Φήμες λένε ότι ο Άγγελος Σικελιανός, φίλος της που την εκτιμά πολύ, διαθέτει τα χρήματα για την νοσηλεία της στον Χρηστομάνο όπου και την μεταφέρει. Άλλοι λένε ότι ενεργείται έρανος από φίλους της και το «Βήμα», κάτι που όταν το μαθαίνει η Πολυδούρη έξαλλη ζητά να σταματήσει. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι την φροντίδα της έχει αναλάβει η πάντα πιστή σε αυτήν αδερφή της Βιργινία και άλλοι ότι αυτός που τελικά την φρόντισε ήταν ο πρώην αρραβωνιαστικός της.
Όπως και να χει η Πολυδούρη αργοπεθαίνει. Ζητά από έναν φίλο της να την προμηθεύσει με ενέσιμη μορφίνη, η οποία και θα δώσει την χαριστική βολή. Τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου «σβήνει» στην κλινική. Θα κηδευτεί την ίδια μέρα στο Α Νεκροταφείο.

Γράφει για εκείνην την ημέρα ο Άγγελος Τερζάκης στο «Βήμα». «Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα».
Μην βιαστείτε να νιώσετε λύπηση για την Πολυδούρη. Είναι αλαζονικό να νιώθουμε στεναχώρια για αυτούς που ακολούθησαν την καρδιά τους και έζησαν την ζωή τους ελεύθεροι. Και όντως η Πολυδούρη έζησε μια έντονη, μποέμ ζωή, πέρα από συμβάσεις και καταπιέσεις.

Παρέα με άντρες, κάτι που τότε φάνταζε «εξώλης και προώλης», με ένα τσιγάρο στο χέρι, στο διαμέρισμα της στην οδό Μεθώνης, στην «αβαντ γκαρντ» καλλιτεχνική περιοχή των Εξαρχείων, πίνοντας και γλεντώντας με φίλους της, σπουδαίους καλλιτέχνες και διανοούμενος, ενεργή στα κοινωνικά κινήματα και ζητήματα, η Πολυδούρη έζησε μια ζωή που λίγες γυναίκες του μεσοπολέμου είχαν την ευκαιρία.
Κι αν ακόμη αυτό το άρθρο, όπως και τα πιο πολλά άρθρα για εκείνη, ασχολείται πιο πολύ με την συναρπαστική ζωή της και τον ρομαντικό έρωτα της με τον Καρυωτάκη παρα με τα ποιήματα της, αυτό δεν μπορεί να υποτιμήσει το καλλιτεχνικό της έργο που είναι ακόμη πιο σπουδαίο.

Η «Αφιέρωση», το «Γιατί μ Αγάπησες», το «Ήρθα μια Μέρα», το «Όλα θα Σβήσουν», το «Παρίσι», το «Σαν Πεθάνω», το «Σωτηρία», το «Ένα βράδυ στον Σταθμο» και τόσα ακόμη ποιήματα και κάποια πεζά. 

Η Πολυδούρη είναι μια από τις σημαντικότερες γυναίκες ποιήτριες της Ελλάδας. Επηρεασμένη και αυτή όπως οι περισσότεροι σύγχρονοι της από τον ρομαντισμό και τους «καταραμένους» ποιητές της Γαλλίας, η Πολυδούρη γράφει με λυρισμό για το αίσθημα του ανικανοποίητου και της παρακμής (decadance).
Ακολουθώντας τους αγαπημένους της Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαιτερλίγκ, αλλά και τους Έλληνες Ζαν Μωρεά και ασφαλώς τον Καρυωτάκη, η Πολυδούρη ασχολείται με τα δυο κύρια θέματα, τον έρωτα και τον θάνατο, με έντονες τις συναισθηματικές μεταπτώσεις στην γραφή της.
Αν και αρκετοί εντοπίζουν τεχνικές αδυναμίες και στιχουργικές ευκολίες στο έργο της, τα ποιήματα της είναι γεμάτα συναίσθημα, συγκίνηση αλλά και σαρκασμό. Γεμάτα όπως ήταν και η ζωή της.

Η επιμελήτρια της έκδοσης των ποιημάτων της Χριστίνα Ντουνιά έιπε κάποτε σε μια συνέντευξη της: «Ένα λογοτεχνικό έργο μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα. Η βιογραφία ωστόσο, όταν δεν χρησιμοποιείται λαθεμένα για να ερμηνεύσει το κείμενο, μπορεί να λειτουργήσει ευεργετικά με ποικίλους τρόπους στην ανάγνωσή μας».
Και πρόσθεσε, «Μας ενδιαφέρει η ζωή της Πολυδούρη; Ναι, γιατί η ζωή της τρέφει με τόσο συγκλονιστική ειλικρίνεια την ποίησή της, ώστε δεν είναι εύκολο να απομονώσουμε το έργο της, όσο και αν μπορεί κάλλιστα να σταθεί αυτόνομο και ανεξάρτητο».

Πηγή: iefimerida.gr - https://www.iefimerida.gr

«Γυμνή πόλη», «Η νύχτα και η πόλη», «Ριφιφί», «Ποτέ την Κυριακή», «Φαίδρα», «Τοπ Καπί»... Κάθε ταινία και ένα σημείο στην κινηματογραφική, αλλά και προσωπική πορεία του Ζυλ Ντασέν, ενός σκηνοθέτη που το όνομά του ταυτίστηκε με διεθνείς καλλιτεχνικές και εμπορικές επιτυχίες, αλλά και με την αγάπη του για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της. Ποια ήταν όμως τα στοιχεία εκείνα που έπλασαν την ανθρώπινη, πνευματική και καλλιτεχνική του ταυτότητα; Ποια είναι η προσωπική του ψυχική διαδρομή; Η κόρη του, Ρισέλ, μιλάει αποκλειστικά στο «Κ» και μας παραδίδει ένα μοναδικό πορτρέτο.

Ρισέλ Ντασέν, μιλήστε μου για τον πατέρα σας.

Τον πατέρα μου τον έλεγαν Τζουλς Ντάσιν. Γεννήθηκε στο Μιντλτάουν του Κονέκτικατ από Εβραίους γονείς που είχαν έρθει από την Ανατολική Ευρώπη. Είχε τέσσερις αδελφούς και δύο αδελφές. Ηταν τόσο φτωχοί, που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι γιατί δεν είχαν να πληρώσουν το ενοίκιό τους – ήταν, βλέπετε, τα χρόνια της κρίσης στην Αμερική. Ομως, το ότι ήταν μετανάστες τούς έδινε δύναμη και ενέργεια. Οι πέντε αδελφοί, μάλιστα, έμπλεκαν συχνά σε καβγάδες στους δρόμους του Χάρλεμ σαν μικροί γκάνγκστερ. Σε όλη του τη ζωή ο πατέρας μου παρέμεινε ένα παιδί του δρόμου, ένας μαχητής. Ακόμα και στο τέλος, με όλα τα προβλήματα υγείας που τον βασάνιζαν, όταν τον ρωτούσα «μπορείς να μου πεις πώς αντέχεις;» εκείνος απαντούσε: «Ξέρεις πού μεγάλωσα εγώ; Στο Χάρλεμ!».

Πώς ένα «παιδί του δρόμου» στράφηκε προς την τέχνη;

Κατ’ αρχάς, πρέπει να σας πω ότι με την κρίση στην Αμερική η δουλειά του πατέρα του –ήταν κουρέας– δεν πήγαινε καθόλου καλά και η οικογένεια συντηρούνταν στην ουσία από τον θείο του, τον αδελφό της μητέρας του. Ετσι ο πατέρας του, ταπεινωμένος, τους εγκατέλειψε και η μητέρα του βρέθηκε μόνη και φτωχή με επτά παιδιά, τα οποία έπρεπε να δουλέψουν από πολύ μικρά. Ο πρώτος γιος έγινε παντοπώλης, ο δεύτερος γαλατάς, ο τέταρτος γουναράς, αλλά ο τρίτος γιος, ο Ζυλ, αρνήθηκε να γίνει κάτι αντίστοιχο. Πάντα είχε μέσα του το όνειρο της ομορφιάς και αγαπούσε ό,τι ήταν μεγάλο στη ζωή. Αφησε, λοιπόν, το σχολείο στα δώδεκά του και λίγο αργότερα αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρό του.

Πώς ακριβώς το κατάφερε;

Πήγε σε μια ακρόαση για ηθοποιούς και πέτυχε! Επιστρέφει στο σπίτι όλος χαρά και το ανακοινώνει στους αδελφούς του. Εκείνοι τον ακούν συντετριμμένοι. Ο Ζυλ όχι μόνο δεν θα έφερνε χρήματα στο σπίτι, αλλά εκείνοι θα έπρεπε επιπλέον να πληρώνουν για διάφορα μαθήματα που έπρεπε να κάνει ως ηθοποιός, όπως μαθήματα ξιφασκίας! Μάλιστα ήταν τόσο τολμηρός, που πήγε σε ένα εβραϊκό θέατρο λέγοντας ότι μιλούσε Γίντις, ενώ δεν ήξερε ούτε λέξη! Και έπαιξε μέχρι και Σαίξπηρ στα Γίντις! Σ’ αυτό το θέατρο, λοιπόν, ήταν ένας σκηνοθέτης, ο Μπένο Σνάιντερ. Αυτός τον έκανε να καταλάβει ότι έπρεπε να γίνει σκηνοθέτης: «Εσύ, στην ουσία, δεν παίζεις», του είπε. «Σκηνοθετείς τον εαυτό σου». Ετσι ο νεαρός Ζυλ άρχισε να σκηνοθετεί στο θέατρο.

Αυτό ήταν και το εισιτήριό του για τον κόσμο της 7ης τέχνης;

Ακριβώς. Τον ανακάλυψαν σε μια παράσταση που έκανε στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν και του πρότειναν να πάει στο Χόλιγουντ. Την εποχή εκείνη, ήταν μεγάλη ντροπή για τους «διανοουμένους» της Νέας Υόρκης να «πουληθούν» στους «βαρβάρους» της Καλιφόρνιας. Παρ’ όλα αυτά πήγε, διότι αυτό θα του επέτρεπε να ζήσει. Ηταν όμως πολύ δυστυχής εκεί, διότι οι σκηνοθέτες ήταν στην υπηρεσία των διευθυντών των στούντιο, οι οποίοι ήταν άνθρωποι ακαλλιέργητοι και χυδαίοι. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν το κέρδος. Εν τω μεταξύ, έμοιαζε πολύ νεότερος από ό,τι πραγματικά ήταν και την εποχή που πήγε στο Χόλιγουντ έμοιαζε δεκαέξι χρονών. Οταν, λοιπόν, ανακοίνωσαν στον πρωταγωνιστή της πρώτης του μεγάλου μήκους ταινίας ότι σκηνοθέτης του θα είναι ο Ζυλ, εκείνος αναφώνησε: «Αποκλείεται!». Καθώς, όμως, είχε υπογράψει συμβόλαιο, αναγκάστηκε να δεχτεί. Ηταν ο Κόνραντ Βάιτ, γνωστός Γερμανός ηθοποιός της εποχής. Οταν λοιπόν άρχισαν τα γυρίσματα, λυπήθηκε τον Ζυλ που ήταν άπειρος και άρχισε να του δίνει σκηνοθετικές οδηγίες για να τον βοηθήσει. Είχε καταλάβει ότι αυτό το παιδί είχε κάτι.

Πέρα όμως από το ταλέντο, είχε και ανεπτυγμένη πολιτική συνείδηση...

Ηταν σχεδόν φυσικό, διότι εκείνη την εποχή όσοι είχαν καταγωγή από άλλες χώρες ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι. Οι Εβραίοι από την Ευρώπη, μάλιστα, ήταν συχνά κομμουνιστές. Λόγω ακριβώς αυτής της πολιτικοποίησής του τον έβαλαν και στη Μαύρη Λίστα. Αυτό τον συνέθλιψε ψυχικά και ανέκοψε την καλλιτεχνική του πορεία, αλλά δεν τον έκανε να προδώσει τους ομοτέχνους του. Διότι ο Ζυλ, ως άνθρωπος του δρόμου, είχε πάντα ως αρχή ότι τον φίλο σου δεν τον προδίδεις ποτέ. Κι αυτό ήταν για κείνον μια πολιτική αλλά και ηθική στάση. Ο ίδιος προδόθηκε από ανθρώπους που αγαπούσε και πιο συγκεκριμένα από τον Εντουαρντ Νμίτρικ. Ομως, το μεγάλο δράμα, η μεγάλη οδύνη της ζωής του ήταν ότι ο αγαπημένος φίλος του Ελία Καζάν λύγισε και έδωσε ονόματα στην Επιτροπή. Ο Ζυλ δεν συγχώρησε ποτέ τον Καζάν, ίσως γιατί τον αγαπούσε πολύ. Ισως ακόμα διότι πίστευε ότι ήταν ήδη πολύ αναγνωρισμένος στη δουλειά του και θα μπορούσε να μην το κάνει. Ο Καζάν, έκτοτε, προσπάθησε πολλές φορές να έλθει σε επαφή με τον Ζυλ, αλλά αυτός δεν δέχτηκε ποτέ. Σε όλη του τη ζωή, όμως, μιλούσε για τον Ελία. Τον αγαπούσε πραγματικά σαν αδελφό του.

Με τη μητέρα σας, την Μπεατρίς, πότε γνωρίστηκαν;

Οταν ήταν 18 χρονών. Ο Ζυλ λάτρευε καθετί ωραίο. Ετσι ερωτεύτηκε και τη μητέρα μου, η οποία ήταν μουσικός, πολύ καλή βιολονίστα, και είχε σπουδάσει με υποτροφία στην περίφημη Σχολή Τζούλιαρντ. Αργότερα μάλιστα, ο Πάμπλο Καζάλς, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, την πήρε στην ορχήστρα του στη νότια Γαλλία. Η μητέρα μου, λοιπόν, συγκέντρωνε όλα εκείνα τα καλλιτεχνικά χαρίσματα που τρέλαιναν τον Ζυλ. Κατά τη διάρκεια της κρίσης, μάλιστα, συμμετείχε σε μια ορχήστρα γυναικών, όπως στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό», εξασφαλίζοντας τα χρήματα που χρειάζονταν για να ζήσουν. Εφερνε με το βιολί της την τροφή του ζευγαριού. Αυτά τα χρόνια, έτσι όπως τα διηγούνταν ο Ζυλ, αν και ήταν δύσκολα, ήταν χρόνια όμορφα, γεμάτα ενέργεια, ελπίδα και ευτυχία.

Η μητέρα σας πώς ήταν ως άνθρωπος;

Ηταν όμορφη. Οχι μοιραία όμορφη, αλλά γοητευτικά όμορφη. Είχε μέσα της τη χαρά της ζωής και της άρεσε η περιπέτεια. Ενώ οι γονείς της δεν συμφωνούσαν με τη σχέση της με τον Ζυλ, διότι η οικογένειά του ήταν πολύ πιο φτωχή από τη δική τους, εκείνη επέλεξε να τον ακολουθήσει. Τον αγαπούσε! Ο Ζυλ είχε μια δύναμη, μια ζωντάνια απόλυτα μεταδοτική. Ηθελε να κάνει όμορφα πράγματα και σε ξεσήκωνε να τα κάνεις μαζί του. Και ήταν και πολύ όμορφο αγόρι. Κι έπειτα, ήταν και οι δυο τους καλλιτέχνες. Η μητέρα μου δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική, διότι δεν ήθελε να εγκαταλείψει την οικογένειά της. Εκανε όμως κονσέρτα στο σπίτι. Ετοίμαζε το δείπνο και στα διαλείμματα μας έπαιζε Μπαχ. Πήγαινε ξανά στην κουζίνα για να βεβαιωθεί ότι το γλυκό σοκολάτας δεν είχε παραψηθεί και στη συνέχεια ερχόταν και μας έπαιζε Μότσαρτ. Μετά καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε. Μερικές φορές μάλιστα, όταν βαρυστομαχιάζαμε, μας έδινε ένζυμα για να χωνέψουμε. Ηταν μια πραγματική Εβραία μαμά. Και ήταν ένας άνθρωπος που είχε μέσα της τη μουσική. Ακόμα και στο τέλος της ζωής της, που ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, ακούγαμε συνεχώς μουσική. Εγώ της κρατούσα το χέρι –εκείνο με το οποίο κρατούσε το βιολί– κι ένιωθα στην παλάμη μου τα δάχτυλά της να παίζουν τις νότες. Ηταν τόσο όμορφο! Αυτό με έκανε να πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης δεν γερνά ούτε πεθαίνει. Η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος πολύ όμορφος και πολύ μόνος στη ζωή.

Ο Ζυλ Ντασέν στα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας στο Χόλιγουντ, με τον Γερμανό ηθοποιό Κόνραντ Βάιτ. Τα παιδιά του Ντασέν: η Τζούλι (αριστερά), ο Τζο (κέντρο) και η Ρισέλ (δεξιά) στις στέγες της Κωνσταντινούπολης, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Τοπ Καπί».

Διατήρησε επαφή με τον Ζυλ μετά τον χωρισμό τους;

Η μητέρα μου έναν άντρα αγάπησε στη ζωή της και είχε τη χαρά να πεθάνει με το χέρι του μέσα στο δικό της. Ο άντρας αυτός ήταν ο Ζυλ. Μεταξύ τους υπήρχε κάτι πολύ βαθύ, κάτι που τους έφερνε κοντά σε όλη τους τη ζωή, χωρίς πάντα να το επιδιώκουν, όπως με τον θάνατο του Τζο, του αδελφού μου, που ήταν γι’ αυτούς μια τραγωδία. Ο Ζυλ, λοιπόν, σαράντα μέρες μετά τον θάνατο της Μελίνας, ήρθε στη Γαλλία να δει τη μητέρα μου, που ήταν ήδη πολύ βαριά άρρωστη, κι έπεσε στην αγκαλιά της! Εκείνη τη στιγμή είχα ξανά δύο γονείς που αγαπιούνταν. Δύο γονείς που ήταν ευτυχισμένοι. Που έλεγαν εβραϊκά ανέκδοτα και γελούσαν, ενώ ήξεραν πολύ καλά τι επρόκειτο να συμβεί. Είναι ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που έχω ζήσει. Η μητέρα μου, στην ουσία, τον περίμενε για να πεθάνει. Τον περίμενε με τη δύναμη της καρδιάς, διότι η δύναμη του σώματος δεν υπήρχε πια. Και έξι μέρες μετά, έφυγε, με το χέρι της μέσα στο δικό του.

Πώς βλέπατε τη σχέση του με τη Μελίνα;

Ο Ζυλ και η Μελίνα αναγνώρισαν ο ένας στον άλλον αυτό που θα μπορούσαν να γίνουν μαζί. Και μαζί θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τον εαυτό τους. Ο Ζυλ, ως άλλος Πυγμαλίωνας, έφερε στη Μελίνα τον κόσμο, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Την ερωτεύτηκε τρελά και ως γυναίκα, και ως ηθοποιό. Το «Ποτέ την Κυριακή» είναι η έκφραση της λατρείας του προς αυτήν. Ηταν κάτι πολύ δυνατό. Και φυσικά η Μελίνα ήταν και ο λόγος που ήρθε στην Ελλάδα. Αν δεν υπήρχε η Μελίνα, θα είχε γυρίσει στην Αμερική και θα έκανε ταινίες εκεί. Η Μελίνα, όμως, δεν δεχόταν να φύγει από την Ελλάδα – άλλωστε αργότερα με την πολιτική, αυτό ήταν αδύνατον. Η Μελίνα επέβαλε την Ελλάδα στον Ζυλ. Αυτό, όμως, που μπορώ να πω για τον Ζυλ είναι ότι ερωτεύτηκε τη Μελίνα και τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά όχι και τη συμπεριφορά των Ελλήνων. Ενιωθε ένα χάσμα ανάμεσα στον πολιτισμό που λάτρεψε και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μια συμπεριφορά που τον έκανε να απομονωθεί. Και πάρα πολύ συχνά ονειρευόταν να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη. Η Μελίνα, όμως, ήταν στο σπίτι της και κάτι τέτοιο δεν το συζητούσε καν. Κι όταν πια η Μελίνα έφυγε, εκείνος κατέρρευσε. Δεν είχε πια τη δύναμη να το κάνει. Ακόμα και τη μέρα του θανάτου του νοσταλγούσε την πατρίδα του και έλεγε: «Πάμε πίσω στη Νέα Υόρκη; Πάμε;».

Πότε πήγε τελευταία φορά στην Αμερική;

Οταν ήταν 94 χρονών. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό. Ο Πολ Τζέρικο, ένας σεναριογράφος που ήταν επίσης στη Μαύρη Λίστα, έπεισε τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου να ζητήσουν συγγνώμη από όλους όσους δεν είχαν υπερασπιστεί κατά την περίοδο του Μακαρθισμού. Λέει, λοιπόν, στον Ζυλ που ήταν φίλος του: «Πρέπει να έρθεις. Δεν υπάρχουν πολλοί από μας που είναι ακόμα ζωντανοί. Πρέπει να είμαστε παρόντες και να δεχτούμε τη συγγνώμη τους. Πρέπει να αφήσουμε τη σφραγίδα μας!». Ετσι ο Ζυλ πήγε στο Λος Αντζελες και παρέστη στην τελετή. Ομως το ταξίδι αυτό τον εξάντλησε και επέστρεψε στην Αθήνα άρρωστος με πνευμονία. Είχε δίκιο όμως που πήγε, διότι ήταν η ζωή του! Ηταν ο θρίαμβός του! Η αξία του είχε αναγνωριστεί πλέον επίσημα από εκείνους που τον είχαν κυνηγήσει. Και το τρομερό είναι ότι ο Πολ Τζέρικο του είπε μετά την τελετή: «Ελα να μείνεις στο σπίτι απόψε και θα σε πάω εγώ αύριο στο αεροδρόμιο». Ο Ζυλ όμως προτίμησε να γυρίσει στο ξενοδοχείο του. Και ο Τζέρικο, οδηγώντας μέσα στη νύχτα, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο και σκοτώθηκε ακαριαία. Το έργο του είχε πια ολοκληρωθεί. Εφυγε για να συναντήσει τη μοίρα του, όπως και ο Ζυλ τη δική του, γυρίζοντας να ζήσει τα τελευταία του χρόνια ως μοναχικός ηλικιωμένος στην Αθήνα.

Είχε έρθει για κείνον η στιγμή του απολογισμού;

Νομίζω ότι, όταν είσαι κοντά στο τέλος, αυτό είναι αναπόφευκτο. Ξέρω ότι δεν αγάπησε πολλές ταινίες του. Ισως δύο από αυτές, τη «Γυμνή πόλη» και το «Ριφιφί». «Το “Ριφιφί” το πέτυχα», έλεγε με ικανοποίηση. Η σκηνοθεσία ήταν όντως καταπληκτική και είχε πάρει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες. Μ’ αυτό το βραβείο, άλλωστε, νίκησε και τη Μαύρη Λίστα. Αλλά νομίζω ότι έκανε και τον απολογισμό της ζωής του ως άνδρας, ως πατέρας, ως σύζυγος. Ηταν πολύ μόνος. Πολύ. Είχε την τύχη να έχει δύο κόρες που τον σέβονταν και τον τιμούσαν, δύο κόρες που τον αγαπούσαν βαθιά. Δεν μπορούσαμε, βέβαια, να μείνουμε στην Ελλάδα, αλλά ερχόμασταν πολύ συχνά και τον βλέπαμε.

Πέρα από σας, ποιος άλλος στάθηκε στο πλάι του;

Ελάχιστοι. Πραγματικά ελάχιστοι. Πάρα πολύ τον στήριξε η Μελίτα Κούρκουλου, την οποία αγαπούσε πολύ. Για τους άλλους ήταν πια γέρος και άχρηστος. Το ξέρω ότι τους ηλικιωμένους συχνά τους ξεχνάμε και η ευγνωμοσύνη για ό,τι έκαναν για μας ξεθωριάζει. Αλλά εμένα ήταν ο μπαμπάς μου και πονούσα στη σκέψη ότι, ενώ είχε δώσει τόσα πράγματα στην Ελλάδα, δεν υπήρχε πια για κανέναν. Εβαλε όλες του τις δυνάμεις για να γίνει το Μουσείο Ακρόπολης και είμαι σίγουρη ότι, αν δεν είχε παλέψει σαν παιδί του Χάρλεμ, το μουσείο αυτό δεν θα είχε γίνει. Δούλεψε γι’ αυτό 14 ολόκληρα χρόνια. Και τώρα υπάρχει. Υπάρχει για τα παιδιά της Ελλάδας. Γι’ αυτά ήθελε να το κάνει, για την εκπαίδευσή τους. Με τη Μελίνα, βέβαια, το έκαναν, αλλά ήταν δική του ιδέα. Ο Ζυλ ήταν ένας Λόρδος Βύρωνας. Αγωνίστηκε για την Ελλάδα. Δεν έπρεπε να τον έχουν σαν παλιά εφημερίδα, σαν αυτές που τυλίγουμε τα ψώνια στην αγορά. Ηταν ένας άνθρωπος που πρόσφερε πραγματικά. Στο τέλος είχε μείνει κατάπληκτος με την αγνωμοσύνη όλων εκείνων που κάποτε έτρωγαν στο τραπέζι του νύχτα και μέρα, και που, όταν έμεινε πια μόνος, δεν έβρισκαν τον χρόνο να του ευχηθούν ούτε «Καλή Χρονιά».

Ευτύχησε, όμως, να έχει κοντά του τους ανθρώπους που αγαπούσε...

Βεβαίως. Και την τελευταία μέρα, καθώς ήξερα πόσο λάτρευε τον Σαίξπηρ, έφερα μαζί μου τον «Αμλετ». «Θέλεις να σου διαβάσω εκείνο το σημείο όπου ο Αμλετ δίνει οδηγίες στους ηθοποιούς;» τον ρωτάω. Μου γνέφει: «Ναι». Και άρχισα να διαβάζω. Αμέσως ένιωσα τη νεαρή καλλιτεχνική του ψυχή να ζωντανεύει στο άκουσμα του υπέροχου αυτού κειμένου. Οταν τελείωσα την ανάγνωση, είπε: «Ξανά!». Ξαναδιαβάζω. «Ξανά!» Ξαναδιαβάζω. «Ξανά!» Και στο τέλος, τον είδα να κοιτά προς μια γωνιά του δωματίου του, όπου πάνω στον λευκό τοίχο έβλεπε τη νεκρή μητέρα και την αδελφή του να τον καλούν. Με την ελάχιστη δύναμη που του είχε απομείνει, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του ψελλίζοντας: «Η μητέρα μου! Η αδελφή μου, η Μπέτι! Είναι εδώ!». Και ξεψύχησε.

Ως κόρη του, πώς θα τον περιγράφατε συνολικά ως προσωπικότητα;

Ο πατέρας μου ήταν γοητευτικός και του άρεσε να γοητεύει τους ανθρώπους. Ηταν άνθρωπος της δράσης και άνθρωπος του έρωτα. Επίσης, ήταν απαιτητικός, διότι πίστευε ότι, όταν είσαι δημιουργός, δεν πρέπει να είσαι μαλθακός. Οι ηθοποιοί που τον είχαν σκηνοθέτη ήταν πολύ ευτυχείς, γιατί τους έβαζε να κάνουν πράγματα που δεν μπορούσαν καν να φανταστούν. Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι την πρώτη περίοδο της ζωής του, ο Ζυλ ήταν ένας αδελφός και ένας γιος για την οικογένειά του. Στη συνέχεια, έγινε ο άνδρας της δράσης, της ομορφιάς και του έρωτα και στο τέλος έγινε ξανά ο άνθρωπος της οικογένειας. Και πιστεύω ότι, παρά τα σοβαρότατα προβλήματα υγείας που είχε, κατάφερε να ζήσει τόσο καιρό για να κλείσει ακριβώς τον κύκλο αυτό. Τώρα πια ήταν πραγματικά μαζί μας. «Το πιο όμορφο πράγμα που έκανα στη ζωή μου είστε εσείς!» είπε στο τέλος σ’ εμένα και στην αδελφή μου, κι αυτή η φράση του χαράχτηκε στην καρδιά μου για πάντα.

Γεννήθηκε 18 Δεκεμβρίου 1911, Μιντλτάουν, Κονέκτικατ, ΗΠΑ
Απεβίωσε 31 Μαρτίου 2008 στην Αθήνα

https://www.kathimerini.gr/892959/article/proswpa/synentey3eis/risel-ntasen-o-pateras-moy-zyl-ntasen

Έφυγε από τη ζωή ο Μανώλης Γλέζος σε ηλικία 98 ετών. Ο Μανώλης Γλέζος άφησε σήμερα την τελευταία του πνοή στις 13:15 λόγω καρδιακής ανεπάρκειας.

Πλήρης ημερών και κυρίως πλήρης πνευματικής διαύγειας, ο Μανώλης Γλέζος σημάδεψε την πολιτική ιστορία του τόπου τα τελευταία 100 χρόνια. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, φυλακές, εξορίες, ο Μανώλης Γλέζος έζησε στο μεδούλι του τους αγώνες αυτού του λαού.

Πολέμησε και φώναξε μαζί του, φυλακίστηκε και εξορίστηκε με τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και της Αριστεράς. Η μεταπολίτευση τον βρήκε πολιτικά ακμαίο, με αποτέλεσμα να διαδραματίσει και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στην τελευταία φάση της ζωής του ευθυγραμμίστηκε με τα οράματα της κυβερνώσας Αριστεράς. Ψηφίστηκε για να συμμετάσχει στην κυβερνώσα πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ το 2015. Όμως ο αρμονικός βίος με την ηγεσία του κόμματος υπήρξε βραχύς, κάτι που ήταν ούτως ή άλλως αναμενόμενο.

Ο Μανώλης Γλέζος αμφισβητούσε τις κομματικές νόρμες και κυρίως τους κομματικούς μηχανισμούς. Πικράθηκε από την πορεία που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ και πήρε τις αποστάσεις του, τις οποίες κράτησε μέχρι τέλους.

Έλληνας δημοσιογράφος και πολιτικός, με διαδρομή στα κοινά που ξεκινά από τα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας και φθάνει μέχρι το σήμερα. Τη νύχτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, κατέβασε από την Ακρόπολη τη σβάστικα, κερδίζοντας τον παγκόσμιο θαυμασμό. Ηγετική προσωπικότητα της Αριστεράς, διώχθηκε επανειλημμένα για την πολιτική του δραστηριότητα και παρέμεινε κρατούμενος (φυλακή και εξορία) 16 χρόνια σε όλη τη ζωή του.

Ο Μανώλης Γλέζος γεννήθηκε στην Απείρανθο (στ’ Απεράθου, σύμφωνα με την ντοπιολαλιά της περιοχής) της Νάξου στις 9 Σεπτεμβρίου 1922. Ο πατέρας του Νικόλαος Γλέζος (1892-1924) ήταν δημόσιος υπάλληλος και δημοσιογράφος, ενώ η μητέρα του Ανδρομάχη Ναυπλιώτου (1894-1967) καταγόταν από την Πάρο.

Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στο χωριό του, όπου τελείωσε το δημοτικό σχολείο. Το 1935 ήρθε στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές, δουλεύοντας παράλληλα ως φαρμακοϋπάλληλος. Το 1940 πέτυχε στην ΑΣΟΕΕ (σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο).

Μαθητής γυμνασίου, δημιούργησε αντιφασιστική ομάδα το 1939 για την απελευθέρωση της Δωδεκανήσου από τους Ιταλούς και την αποτίναξη της δικτατορίας του Μεταξά. Μόλις ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος στις 28 Οκτωβρίου 1940 ζήτησε να καταταχτεί ως εθελοντής, αλλά, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, δεν του επετράπη. Εργάστηκε όμως εθελοντικά στο Υπουργείο Οικονομικών (Γ' Ταμείο Εισπράξεων Αθηνών).

Την περίοδο της ναζιστικής κατοχής (1941-1944) ανέπτυξε έντονη απελευθερωτική δράση μέσα από τις γραμμές της ΟΚΝΕ, του ΕΑΜ Νέων και της ΕΠΟΝ, με αποτέλεσμα να υποστεί φυλακίσεις και διώξεις. Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941, μαζί με τον Απόστολο Σάντα, κατέβασε από την Ακρόπολη τη σβάστικα και καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Στις 24 Μαρτίου 1942 συνελήφθη μαζί με τον Απόστολο Σάντα από τα γερμανικά στρατεύματα και φυλακίστηκε έναν μήνα στις φυλακές Αβέρωφ, όπου βασανίστηκε απάνθρωπα, με αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση βαρύτατης μορφής.

Στις 21 Απριλίου 1943 συνελήφθη από τα ιταλικά στρατεύματα κατοχής και παρέμεινε φυλακισμένος τρεις μήνες. Στις 7 Φεβρουαρίου 1944 συνελήφθη από συνεργάτες των αρχών κατοχής και παρέμεινε στις φυλακές επτάμισι μήνες, απ' όπου δραπέτευσε στις 21 Σεπτεμβρίου 1944. Κατά τη διάρκεια της κατοχής δούλεψε ως υπάλληλος στον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό (1941-1943) και τον Δήμο Αθηναίων (1943-1945).

Μετά την απελευθέρωση δούλεψε στην εφημερίδα Ριζοσπάστης ως συντάκτης και από τις 10 Αυγούστου 1947 έως το κλείσιμό της ανέλαβε αρχισυντάκτης, εκδότης και διευθυντής. Στις 3 Μαρτίου 1948 συνελήφθη και παραπέμφθηκε συνολικά σε 28 δίκες για αδικήματα Τύπου. Καταδικάστηκε σε διάφορες ποινές, από τις οποίες μία φορά σε θάνατο, τον Οκτώβριο του 1948. Άλλη μία φορά καταδικάστηκε σε θάνατο, στις 21 Μαρτίου 1949, για παράβαση του Γ' Ψηφίσματος. Οι θανατικές καταδίκες δεν πραγματοποιήθηκαν, ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Το 1950 οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια και τελικά αποφυλακίστηκε στις 16 Ιουλίου 1954.

Στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, αν και φυλακισμένος, εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ. Τότε κήρυξε απεργία πείνας, με αίτημα την αποφυλάκιση των δέκα εκλεγέντων βουλευτών της ΕΔΑ που ήταν εξορία και φυλακή. Σταμάτησε την απεργία πείνας τη 12η ημέρα, όταν έφεραν από την εξορία τους επτά εξόριστους βουλευτές. Μετά την αποφυλάκισή του εκλέχτηκε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ και ανέλαβε οργανωτικός γραμματέας της. Τον Δεκέμβριο του 1956 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας «Η Αυγή». Στις 5 Δεκεμβρίου 1958 συνελήφθη με την κατηγορία της κατασκοπίας και καταδικάστηκε.

Αποφυλακίστηκε στις 15 Δεκεμβρίου 1962, ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις της ελληνικής και της διεθνούς κοινής γνώμης. Στις εκλογές της 29ης Οκτωβρίου 1961 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών με την ΕΔΑ, παρά το γεγονός ότι βρισκόταν στη φυλακή.

Αμέσως μετά την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου συνελήφθη μαζί με άλλους πολιτικούς ηγέτες και κρατήθηκε στου Γουδή, στο Πικέρμι, στη Γενική Ασφάλεια, στη Γυάρο, στο Παρθένι Λέρου και τέλος στον Ωρωπό, απ' όπου αποφυλακίστηκε το 1971. Συνολικά, ο Μανώλης Γλέζος καταδικάστηκε 28 φορές για την πολιτική του δραστηριότητα, από τις οποίες τρεις φορές σε θάνατο, και παρέμεινε στις φυλακές 11 χρόνια και 5 μήνες, και άλλα 4 χρόνια και 6 μήνες στην εξορία. Παρέμεινε, δηλαδή, κρατούμενος (φυλακή και εξορία) 16 χρόνια σε όλη τη ζωή του. Το 1968 καταδίκασε την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία, αποκόπτοντας έτσι τους δεσμούς του με το ΚΚΕ.

Μετά τη Μεταπολίτευση εργάστηκε για την ανασυγκρότηση της ΕΔΑ, της οποίας διετέλεσε γραμματέας ως το 1985 και πρόεδρος από το 1985 έως το 1989. Παράλληλα συνεργάστηκε με το ΠΑΣΟΚ σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις. Το 1981 εκλέχτηκε βουλευτής Αθηνών, το 1984 ευρωβουλευτής και το 1985 βουλευτής Β' Πειραιά.

Στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1986 εξελέγη κοινοτάρχης Απειράνθου, του χωριού όπου γεννήθηκε, και εισήγαγε τον θεσμό της Άμεσης Δημοκρατίας στη λήψη και την εκτέλεση των αποφάσεων. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 κατήλθε επικεφαλής του συνδυασμού «Ενεργοί Πολίτες» για τη διευρυμένη Νομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, που υποστηρίχθηκε από τον Συνασπισμό, και εξελέγη νομαρχιακός σύμβουλος, ενώ ο συνδυασμός του συγκέντρωσε το 11% των ψήφων. Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 εξελέγη δημοτικός σύμβουλος Πάρου, επικεφαλής του συνδυασμού «Κίνηση Ενεργών Πολιτών Πάρου».

Επανήλθε στην κεντρική πολιτική σκηνή το 2012, όταν στις διπλές εκλογές της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου εκλέχτηκε βουλευτής Επικρατείας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με το ίδιο κόμμα εξελέγη ευρωβουλευτής στις ευρωεκλογές της 25ης Μαΐου 2014, για να κάνει γνωστό το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα.

Το χαστούκι που έριξε μια Γερμανίδα ακτιβίστρια στον καγκελάριο Κίζινγκερ το αφιέρωσε στον Μανώλη Γλέζο για την αντιναζιστική του δράση. 47 χρόνια μετά τον συνάντησε και του το ‘πε από κοντά...

Τον Μάιο του 2015 ο Μανώλης Γλέζος παρευρέθηκε σε εκδήλωση στο Βερολίνο που διοργανώθηκε από την ευρωκοινοβουλευτική ομάδα του Die Linke με θέμα «70 Χρόνια από την ημέρα της Απελευθέρωσης»...

Στο πάνελ μαζί του βρέθηκε και η Μπεάτε Κλάρσφελντ, η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή για το χαστούκι που έδωσε τον Νοέμβριο του 1968 στο Βερολίνο στον χριστιανοδημοκράτη καγκελάριο Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ, λόγω του ναζιστικού παρελθόντος του...

«Το αφιερώνω στον Μανώλη Γλέζο» είχε πει τότε. 47 χρόνια μετά του το είπε και από κοντά...

Μετά την επίθεση, δημοσίευσε το ποίημα με τίτλο «Το Χαστούκι», στο οποίο εξηγούσε για ποιους λόγους έκρινε ότι ήταν απαραίτητο για τη Γερμανία. «Για να εκδικηθούμε τους νεκρούς του Στάλινγκραντ» έγραφε η ακτιβίστρια, «Για τον καπνό απ’ τις καμινάδες του Άουσβιτς». Μία από τις στροφές του ποιήματος ήταν αφιερωμένη στον Μανώλη Γλέζο: «Για να καθαριστούν όλα τα κτήρια που μολύνθηκαν απ’ τη σημαία με τη σβάστικα, εις μνήμην του κάθε Μανώλη Γλέζου, που την κατέβασε και την έσκισε».

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μεγάλη διπλή γιορτή, καθώς εκτός από Εθνικό, έχει και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Ας δούμε σε αυτό το πρώτο μέρος το Εθνικό σκέλος της μεγάλης αυτής γιορτής του ελληνισμού.

Η Εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου

Στις 25 Μαρτίου γιορτάζουμε την Επανάσταση του 1821 που έγινε εναντίον του τουρκικού ζυγού μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς.

Στην ουσία αναφερόμαστε στην ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών με σκοπό την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, του ελληνικού κράτους που υπάρχει ακόμη και σήμερα.

Με άλλα λόγια τότε γιορτάζουμε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όπως, όμως, και στην περίπτωση της 28ης Οκτωβρίου, έτσι και την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε ουσιαστικά την έναρξη και όχι τη λήξη της επανάστασης.

Πιο συγκεκριμένα, η Επανάσταση, σε διπλωματικό επίπεδο, ξεκίνησε ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1821 από την μακρινή Μολδοβλαχία (σημερινή Ρουμανία) από τον πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Στην Ελλάδα η εξέγερση ξεκίνησε από την Πελοπόννησο και γρήγορα εξαπλώθηκε στη Στερεά Ελλάδα κι από εκεί σε ολόκληρη τη χώρα.

Στην καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας που ήταν απαραίτητη για την εκκίνηση της Επανάστασης καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο νεοελληνικός διαφωτισμός.

Από τους κυριότερους εκπροσώπους του υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής, ο οποίος είχε γράψει και το περίφημο “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή”, φράση η οποία συνδέθηκε άρρηκτα με τον απελευθερωτικό αγώνα.

Γιατί γιορτάζεται στις 25 Μαρτίου;

Σύμφωνα με τους λαϊκούς θρύλους η Επανάσταση ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα και συγκεκριμένα από την Αγία Λαύρα.

Εκεί, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε κρυφά τη σημαία της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, δίνοντας το έναυσμα για τον απελευθερωτικό αγώνα.

Ο Π.Π. Γερμανός σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης
Το γεγονός αυτό καταγράφηκε ιστορικά και μάλιστα του δόθηκε έμφαση καθώς συσχέτιζε κατά κάποιον τρόπο την Εκκλησία και τη θρησκευτική παράδοση με την Επανάσταση.

Επίσης, σύμφωνα με μια άποψη η ημερομηνία επιλέχθηκε αφενός λόγω της θρησκευτικής σημασίας της και αφετέρου γιατί πίστευαν ότι την ημέρα εκείνη θα μπορούσαν να κρύψουν την Επανάσταση μέσα στους θρησκευτικούς πανηγυρισμούς.

Ζήτω η Επανάσταση
Έτσι η επέτειος εορτασμού του ιστορικού αυτού γεγονότος καθορίστηκε να γίνεται κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου.

Μη χάσετε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος που αφορά στους θρησκευτικούς εορτασμούς της διπλής αυτής γιορτής.

Ζήτω η 25η Μαρτίου!

Είδαμε στο πρώτο μέρος το Εθνικό σκέλος της γιορτής της 25ης Μαρτίου με τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Οθωμανών κατακτητών.

Εκτός, όμως, από τον εθνικό της χαρακτήρα, η γιορτή της 25ης Μαρτίου έχει και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Σε αυτό το δεύτερο μέρος, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με τη θρησκευτική πλευρά της διπλής αυτής γιορτής που δεν είναι άλλη από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Στις 25 Μαρτίου, εκτός από την Επανάσταση εναντίων των Τούρκων, γιορτάζεται και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού.

Άλλωστε για τον λόγο αυτό συνδέθηκε και ο εορτασμός της Επανάστασης με την ημέρα αυτή. Τι είναι όμως ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου;

Η ημέρα του Ευαγγελισμού ήταν η μέρα που η Παναγία έμαθε την χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται να γεννήσει τον Χριστό, τον υιό του Θεού.

Ετυμολογικά, η λέξη Ευαγγελισμός προέρχεται από την ομηρική λέξη ευάγγελος, που σημαίνει αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων (ευ + άγγελος).

Τα χαρμόσυνα νέα μετέφερε στη Θεοτόκο Μαρία ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Μάλιστα, δεν της ανακοίνωσε απλώς το νέο, ότι πρόκειται δηλαδή να φέρει στον κόσμο τον Ιησού, σαν κάτι το δεδομένο, αλλά ζήτησε τη συγκατάθεση της.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά που κατέγραψε το γεγονός, ο Θεός με αυτό τον τρόπο έδωσε στην Παναγία τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνη της, δίνοντας της την χαρά της συνδημιουργίας.

Η Παναγία ρώτησε τον Άγγελο πως θα γινόταν να κυοφορήσει παιδί δεδομένου ότι δεν είχε σωματική επαφή με κάποιον άνδρα μιας και ήταν απλώς αρραβωνιασμένη και όχι παντρεμένη με τον Ιωσήφ.

Τότε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εξήγησε στη Μαρία ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και ότι Αυτός θα φροντίσει για όλα. Για αυτό και το παιδί αυτό θα είναι ο Υιός του Θεού.

Μάλιστα ανέφερε το παράδειγμα της Ελισάβετ, η οποία αν και ήταν στείρα γέννησε με τη βοήθεια του Θεού σε προχωρημένη ηλικία.

Έτσι η Παναγία πείστηκε και δέχτηκε το Θεϊκό πρόσταγμα και ο Γαβριήλ αποχώρησε έχοντας εκπληρώσει το έργο του.

Κάθε χρόνο, γιορτάζουμε το γεγονός αυτό στις 25 Μαρτίου.

Χρόνια Πολλά!

Καλημερούδια σιόρες και αφεντάδες μου.

Ορμήνειες (οδηγίες) για τον ιό στα Κεφαλονίτικα !!

Άβιζο
(δεν είναι αυτό που νομίζετε , σημαίνει ειδοποίηση)

Τόμου και κομπαρίστηκε εφκειός ο ιός από το Κορώνι , μας επόστιασε ούλους μες τσι κάζες.

Που κακιά ανεμορπή να τον έβρει και να μπουνε χίλιοι διάουτσε μέσα του, θηλυκοί και γκαστρωμένοι.

Ετούτος ο ιος τζόγιες μου, δεν είναι κάζο πενσάτο, παρί κάζο ατσιτέντε.

Λένε πως είναι φλουέντσα και αναγκρίζει τον καταπιώνα.

Δελέγκου ιδεάζετε πως σας αγκαζάρισε, να στιμάρετε το δοτόρο σας. Να σας δωσει την ρετσέτα σας και τότενες , τίρα βια στο μινούτο στον σπετσιέρη σας.

Να νίβεστε καλά στο μαστέλο με βαρεκίνα, μη σας έβρει μόρα, κορακόβηχας και αναφανός.

Να φοράτε την μπαούτα σας, να κάμετε την βατσίνα σας και να μην ρουφάτε την ρούγκλα σας. Να πίνετε τσιπουρίτη, ρομπόλα και νερό απ τη Σισσιώτισσα ή την βρύση στην πλατεία του Ληξουριού.

Να μην βαρδαλωνίζετε , πριχού βγάλετε την φάουσα , σας ποστιάσουν στο οσπιτάλιο και τότενες , αντίο μαστέλλο και σας επάνε για χώμα Δραπάνου & φέρετρο Μπαμπάνου.

Μα ακούτε και νια άλλη ορμήνεια...

Να αριβάρετε εδεκεί στον Αφέντη στα Ομαλά, που είστε ούλοι θεόκουρλοι.

Μην σπαβεντάρετε ωρές, μοναχά τα μέντε σας.

Πού θα πάει...Θα αραπιστεί.

 

Το πήραμε από τον φίλο Ορέστη Καππάτο

Φωτογραφία Διονύσης Καππάτος

https://www.facebook.com/orestis.kappatos

 

https://www.forwoman.gr

Σελίδα 9 από 26

forwoman

Μείνετε ενημερωμένοι. Εγγραφείτε στο Newsletter μας.

Ζώδια - Σχέσεις

Υγεία

Παιδί

Τέχνες

Επικαιρότητα

Τα cookies βοηθάνε στην καλύτερη εμπειρία σας στην περιήγηση της ιστοσελίδας μας, συνεχίζοντας συμφωνείτε με τη χρήση τους.