facebook_page_plugin

Πρόσωπα

Στη γυναίκα που θεωρείται η πρώτη Ευρωπαία επαγγελματίας λογοτέχνης είναι αφιερωμένο το σημερινό doodle της Google. Σήμερα θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λόγιες του μεσαίωνα και μία από τις πιο αξιοσημείωτες φεμινίστριες όλων των εποχών. Το έργο της άνοιξε νέους ορίζοντες για τις γυναίκες που ήθελαν να διεκδικήσουν μία θέση στην λογοτεχνία, έδωσε φωνή στους υπέρμαχους της ίσης εκπαίδευσης αντρών και γυναικών και στιγμάτισε την κοινή μεσαιωνική πρακτική της συκοφάντησης των γυναικών στην λογοτεχνία

Την εποχή της ήταν πολύ γνωστή και είχε μεγάλη φήμη, ενώ την ώθηση για να γράψει της την έδωσε το γεγονός πως όταν χήρεψε χρειαζόταν χρήματα για να θρέψει τον εαυτό της και τα τρία παιδιά της.

Η Κριστίν ντε Πιζάν γεννήθηκε το 1364 στην Βενετία. Ήταν κόρη του Τομάσο ντι Μπενβενούτο ντα Πιζάνο που ήταν γιατρός, αστρολόγος και σύμβουλος του Καρόλου Ε΄ της Γαλλίας. Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα της, η Κριστίν είχε την τύχη να μεγαλώσει μέσα σε ένα περιβάλλον με πολλά ερεθίσματα και με πρόσβαση στην γνώση, κάτι ιδιαίτερα σπάνιο για μία γυναίκα εκείνη την εποχή.

Παντρεύτηκε σε ηλικία 15 ετών κάποιον αξιωματούχο του παλατιού και έκανε τρία παιδιά, ένα από τα οποία πέθανε πολύ μικρό.

Το 1389, όμως, ο άντρας της πέθανε από πανώλη και η Κριστίν έμεινε χήρα σε ηλικία 25 ετών με τρία παιδιά χωρίς καμία πηγή εισοδήματος. Επιπλέον, βρέθηκε με το δυσβάσταχτο βάρος των χρεών που είχε αφήσει ο σύζυγός της καθώς και με την υποχρέωση να φροντίζει την μητέρα της και την ανιψιά της. Αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της προσπάθησε να εισπράξει κάποια χρήματα που άνηκαν σε εκείνον όπως και ορισμένους μισθούς που του οφείλονταν, αλλά η νομοθεσία της εποχής, που ήταν εξαιρετικά άδικη για τις γυναίκες, δεν προέβλεπε την είσπραξη χρημάτων από μία χήρα παρά το γεγονός ότι τα δικαιούνταν. Αντί να πάρει τα δεδουλευμένα του συζύγου της, λοιπόν, έμπλεξε σε μία σειρά από χρονοβόρες, πολύπλοκες και ψυχοφθόρες νομικές διαδικασίες μετά από τις μηνύσεις που δέχτηκε από τον αρχιεπίσκοπο του Σενς και τον βασιλικό σύμβουλο Φρανσουά Σαντεπρίμ που αρνούνταν να τις δώσουν τα χρήματα που της ανήκαν.

Προκειμένου, λοιπόν, να επιβιώσει εκείνη και η οικογένειά της, όπως αναφέρει το σχετικό λήμμα της Wikipedia αναγκάστηκε να εργαστεί παρά το γεγονός ότι αυτό ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο γα μία γυναίκα εκείνης της εποχής. Χρησιμοποίησε τις γνώσεις της, την μόρφωσή και τις εξαιρετικές λογοτεχνικές της ικανότητες για να βγάλει τα προς το ζην και έγινε μία από τους πρώτους επαγγελματίες συγγραφείς της Ευρώπης. Πλούσιοι ευγενείς άρχισαν να δείχνουν την προτίμησή τους σε αυτή την συγγραφέα που ήταν ταυτόχρονα εξωτική καθώς οι γυναίκες συγγραφείς ήταν κάτι εξαιρετικά σπάνιο, αλλά εξαιρετικά και ικανή και άρχισαν να της αναθέτουν ερωτικά ποιήματα και βιογραφίες. Οι ικανότητές της ήταν τέτοιες που πολύ σύντομα εξασφάλισε μία θέση στην αυλή της Ισαβέλας της Βαυαρίας, της βασίλισσας της Γαλλίας. Πολύ σύντομα απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη και συχνά την συνέκριναν με τον Βιργίλιο και τον Κικέρωνα λόγω των τεχνικών ικανοτήτων της αλλά και της ευφυίας που διαφαίνονταν μέσα από το έργο της.

Το πιο γνωστό της έργο είναι το Trésor de la cité des dames που δημοσιεύθηκε το 1405 και μεταφράστηκε στα αγγλικά ως η Πόλη των Κυριών (The City of Ladies) στο οποίο κατέγραφε τη ζωή και το έργο σημαντικών γυναικών της ιστορίας και της μυθολογίας. Σε αυτό το έργο εξετάζει επίσης τα αίτια για τις κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των γυναικών και περιλαμβάνει συμβουλές προς τις γυναίκες σχετικά με το πως θα μπορούσαν να αυξήσουν την μόρφωσή τους και να βελτιώσουν την κοινωνική τους θέση.

Σήμερα η Πόλη των Κυριών θεωρείται ένα από τα πιο βασικά φεμινιστικά κείμενα και αποτελεί πηγή για όσους πιστεύουν ότι οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν ίσες εκπαιδευτικές δυνατότητες με τους άντρες. Την εποχή της όμως δέχτηκε τεράστια επίθεση από εκείνους που αισθάνονταν ότι απειλούνται από την ιδέα ότι οι γυναίκες είναι ίσες με τους άντρες.

Το 1415 ξέσπασε ο Εκατονταετής Πόλεμος από τον οποίο η Γαλλία βγήκε ηττημένη. Αυτή η εξέλιξη επηρέασε σημαντικά την Κριστίν ντε Πιζάν και αποφάσισε να αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι. Εκεί έγραψε και το Λόγος Περί της Ζαν ντ΄ Άρκ το 1429. Τελικά απεβίωσε στο μοναστήρι κάποια στιγμή μεταξύ του 1430 και του 1431.

«Ποτέ δε φοράω μάσκαρα, συχνά γελάω μέχρι δακρύων»: Οι κανόνες της γηραιότερης γυναίκας στην ιστορία
Αν κρίνουμε από τις απολαυστικές ατάκες της Ζαν Καλμάν, που έζησε 122 χρόνια και 164 μέρες, τα ελιξίρια μακροζωίας της ήταν το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός.

Αναΐς Παρίση 

Ηγηραιότερη καταγεγραμμένη γυναίκα στην ιστορία έζησε 122 χρόνια και 164 μέρες. Η Ζαν Καλμάν γεννήθηκε στη Γαλλία, στην πόλη Αρλ, στις 21 Φεβρουαρίου 1875. Όταν κατασκευάστηκε ο Πύργος του Άιφελ, ήταν 14 ετών. Την ίδια περίοδο γνώρισε και τον Βίνσεντ βαν Γκογκ. Η εντύπωση που της έδωσε ο θρυλικός ζωγράφος, σύμφωνα με συνέντευξη που έδωσε η υπεραιωνόβια Γαλλίδα το 1988, ήταν η εξής: «Ήταν βρόμικος, κακοντυμένος και δυσάρεστος».

Μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της παρέμεινε ενεργή. Στα 85 χρόνια της άρχισε να ασχολείται με την ξιφασκία. Έκανε ποδήλατο μέχρι τα 100 της. Στα 114 πρωταγωνίστησε σε μια ταινία για τη ζωή της. Στα 115 υποβλήθηκε σε μια επέμβαση στο ισχίο. Στα 117 της σταμάτησε το κάπνισμα, που είχε αρχίσει το 1896, σε ηλικία 21 ετών. Όχι για λόγους υγείας, αλλά επειδή, καθώς είχε σχεδόν χάσει την όρασή της, δεν ήθελε να ζητάει διαρκώς από άλλους να της ανάψουν το τσιγάρο.

Στα 117 της σταμάτησε το κάπνισμα, που είχε αρχίσει το 1896, σε ηλικία 21 ετών. Όχι για λόγους υγείας, αλλά επειδή, καθώς είχε σχεδόν χάσει την όρασή της, δεν ήθελε να ζητάει διαρκώς από άλλους να της ανάψουν το τσιγάρο.

Το 1965, όταν ήταν 90 ετών, καθώς δεν είχε απογόνους (η μοναχοκόρη της, Ιβόν, είχε πεθάνει από το 1934 και το εγγόνι της σε δυστύχημα το 1963), πούλησε το διαμέρισμά της σε έναν 47χρονο δικηγόρο ο οποίος, βάσει της συμφωνίας τους, θα της κατέβαλλε 2.500 φράγκα τον μήνα. Η ειρωνεία είναι ότι ο δικηγόρος πέθανε πριν προλάβει να την ξεχρεώσει και το χρέος πέρασε στη χήρα του, που συνέχισε να πληρώνει τις δόσεις στην Μαντάμ Καλμάν.

Η ακούραστη Γαλλίδα δεν έχασε ποτέ την οξυδέρκειά της. Όταν τη ρώτησαν, στα 120α γενέθλιά της, πώς φανταζόταν το μέλλον της, απάντησε, λακωνικά: «Πολύ σύντομο».

Η ακούραστη Γαλλίδα δεν έχασε ποτέ την οξυδέρκειά της. Όταν τη ρώτησαν, στα 120α γενέθλιά της, πώς φανταζόταν το μέλλον της, απάντησε, λακωνικά: «Πολύ σύντομο».

Μερικοί από τους «κανόνες ζωής» της μάς δίνουν μια γεύση από το απολαυστικό πνεύμα της:

«Είμαι ερωτευμένη με το κρασί».

«Όλα τα μωρά είναι όμορφα».

«Νομίζω ότι θα πεθάνω από το γέλιο».

«Ο καλός Θεούλης μου με ξέχασε».

«Έχω μόνο μία ρυτίδα, και κάθομαι πάνω σε αυτήν».

«Ποτέ δεν φοράω μάσκαρα γιατί συχνά γελάω μέχρι δακρύων».

«Αν κάτι δεν μπορείς να το αλλάξεις, μην ανησυχείς γι’ αυτό».

«Αν κάτι δεν μπορείς να το αλλάξεις, μην ανησυχείς γι’ αυτό».

«Ποτέ μη χάνεις το χαμόγελό σου. Έτσι εξηγείται η μακροβιότητά μου».

«Δεν βλέπω καλά, δεν ακούω καλά, δεν νιώθω καλά, αλλά όλα είναι μια χαρά».

«Έχω τεράστια επιθυμία να ζήσω και μεγάλη όρεξη, ειδικά για γλυκά».

«Τα πόδια μου είναι σιδερένια, αλλά για να είμαι ειλικρινής, έχουν αρχίσει να σκουριάζουν και να τρίζουν κάπως».

«Τα πόδια μου είναι σιδερένια, αλλά για να είμαι ειλικρινής, έχουν αρχίσει να σκουριάζουν και να τρίζουν κάπως».

«Έπαιρνα ευχαρίστηση όποτε μπορούσα. Ενεργούσα με μυαλό ξεκάθαρο και ηθικά και χωρίς να μετανιώνω. Είμαι πολύ τυχερή».

«Η νιότη είναι μια κατάσταση του μυαλού, δεν εξαρτάται από το σώμα σου. Στην πραγματικότητα είμαι ακόμα νέα, μόνο που τα τελευταία 70 χρόνια δεν δείχνω στις ομορφιές μου».

Όταν, τέλος, κάποτε σε μια συνέντευξη ένας δημοσιογράφος της είπε: «Μαντάμ, ελπίζω να τα ξαναπούμε την επόμενη χρονιά», εκείνη του απάντησε: «Γιατί όχι; Δεν είσαι τόσο ηλικιωμένος, ακόμα εδώ θα είσαι!».

Φωτογραφία: L. Lichtenfells.https://www.womantoc.gr/


Σαν σήμερα στις 26 Ιουλίου του 1952, έφυγε από τη ζωή η Αργεντινή ηθοποιός Εβίτα Περόν, δεύτερη σύζυγος του προέδρου της Αργεντινής, Χουάν Περόν, με καθοριστική συμβολή στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, αντικείμενο λατρείας από τους φτωχούς και απόκληρους της χώρας («ντεσκαμισάδος») και ποπ είδωλο στη Δύση.

Γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1919 ως Μαρία Εύα Ντουάρτε στο Λος Τόλδος της Αργεντινής. Ήταν ένα από τα εξώγαμα τέκνα του γαιοκτήμονα Χουάν Ντουάρτε και της Χουάνα Ιμπαργκούρεν. Και οι δύο γονείς της είχαν καταγωγή από τη Χώρα των Βάσκων.

Σε ηλικία 15 ετών, η νεαρή Εβίτα μετακόμισε στο Μπουένος Άιρες, όπου προσπάθησε να κάνει καριέρα στον κόσμο του θεάματος, ως ηθοποιός του θεάτρου και του ραδιοφώνου. Το 1944 η τύχη τής χαμογέλασε, όταν γνωρίστηκε σε μία φιλανθρωπική εκδήλωση με τον χήρο συνταγματάρχη Χουάν Περόν, ηγετικό στέλεχος της στρατιωτικής χούντας, που κυβερνούσε την Αργεντινή από το 1943.

Η γνωριμία τους εξελίχθηκε σε ειδύλλιο κι ένα χρόνο αργότερα το ζευγάρι πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας. Τον Φεβρουάριο του 1946 ο πενηντάχρονος Περόν εκλέχθηκε Πρόεδρος της Αργεντινής και η 27χρονη Εβίτα έγινε η πρώτη κυρία της χώρας.

Στη δική της συμβολή οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η νομοθετική κατοχύρωση τους δικαιώματος ψήφου των γυναικών.

Η «αγιοποίηση» της Εβίτας Περόν

Από την πρώτη στιγμή δεν περιορίστηκε στον επίζηλο τίτλο της πρώτης κυρίας, αλλά αναμίχθηκε ενεργά στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής. Μολονότι δεν κατέλαβε ποτέ κυβερνητική θέση, ενεργούσε ως ντε φάκτο Υπουργός Υγείας και Εργασίας. Παρείχε γενναιόδωρες αυξήσεις ημερομισθίων στα εργατικά συνδικάτα, τα οποία ανταπέδιδαν με την πολιτική τους στήριξη στον Χουάν Περόν, ενώ δημιούργησε ένα ίδρυμα, το οποίο στηριζόμενο σε συνεισφορές των συνδικάτων και των επιχειρήσεων, καθώς και σε μέρος των εσόδων των λαχείων, χρηματοδότησε την ανέγερση νοσοκομείων, σχολείων, ορφανοτροφείων, οίκων ευγηρίας και άλλων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

Στη δική της συμβολή οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος η νομοθετική κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών. Το 1949 ίδρυσε το Περονιστικό Φεμινιστικό Κόμμα, που ήταν ο γυναικείος βραχίονας του κόμματος του συζύγου της. Το 1951, μολονότι γνώριζε ότι πάσχει από καρκίνο, επιδίωξε και κατόρθωσε να πάρει το χρίσμα για την αντιπροεδρία της χώρας της Αργεντινής, αλλά ο στρατός την εξανάγκασε να παραιτηθεί από την υποψηφιότητά της.

Η Εβίτα Περόν πέθανε στις 26 Ιουλίου του 1952, σε ηλικία μόλις 33 ετών. Με τρεμάμενη φωνή, ο εκφωνητής του κρατικού ραδιοφώνου της Αργεντινής ανήγγειλε στους συμπατριώτες του το θλιβερό γεγονός: «Η κυρία Εύα Περόν, η πνευματική αρχηγός της χώρας, πέρασε στην αιωνιότητα».

Αγία ή χυδαία λαϊκίστρια;

Οι μισοί την έχουν σχεδόν αγιοποιήσει ως προστάτιδα των «ντεσκαμισάδος», των φτωχών και των κατατρεγμένων, ενώ οι υπόλοιποι τη θεωρούν μία αδίστακτη, διεφθαρμένη και χυδαία λαϊκίστρια, που έριξε έξω τα ταμεία της χώραςΑπό την πρώτη στιγμή της παρουσίας της στη δημόσια ζωή της Αργεντινής, η Εβίτα Περόν δίχασε τους συμπατριώτες της και τους διχάζει ακόμη και σήμερα.

Οι μισοί την έχουν σχεδόν αγιοποιήσει ως προστάτιδα των «ντεσκαμισάδος», των φτωχών και των κατατρεγμένων, ενώ οι υπόλοιποι τη θεωρούν μία αδίστακτη, διεφθαρμένη και χυδαία λαϊκίστρια, που έριξε έξω τα ταμεία της χώρας.

Χαρακτηριστική είναι η διαδρομή του λειψάνου της, που αντικατοπτρίζει τη σχέση αγάπης και μίσους των συμπατριωτών της προς το πρόσωπό της. Το 1955, οι εχθροί της έκλεψαν τη σορό της Εβίτας, μετά την ανατροπή του Περόν και τη φυγάδευσαν στην Ιταλία, όπου έμεινε κρυμμένη για 16 χρόνια. Το 1971 η στρατιωτική κυβέρνηση, υποχωρώντας στις αξιώσεις των Περονιστών, παρέδωσε το λείψανό της, στον για δεύτερη φορά χήρο Χουάν Περόν, ο οποίος ζούσε εξόριστος στη Μαδρίτη.

Όταν ο Περόν επανήλθε στην εξουσία, η τρίτη σύζυγός του Ιζαμπέλ, αποβλέποντας στο να κερδίσει την εύνοια των λαϊκών μαζών, μετέφερε τη σορό της στην Αργεντινή και την έθαψε σε μία κρύπτη του Προεδρικού Μεγάρου, δίπλα στη σορό του Χουάν Περόν. Δύο χρόνια αργότερα, μία νέα χούντα, εχθρική προς τον Περονισμό, απομάκρυνε τα δύο λείψανα. Τελικά, τα οστά της Εβίτας τάφηκαν στον οικογενειακό τάφο των Ντουάρτε, στο κοιμητήριο της Ρεκολέτα στο Μπουένος Άιρες.

Η ιθύνουσα τάξη της Αργεντινής, ποτέ δεν αποδέχτηκε στους κόλπους της το νόθο κορίτσι ενός μικρομεσαίου τσιφλικά. Η Ευρώπη, όμως, θαμπώθηκε με την ομορφιά, τα λαμπερά χρυσαφικά και τις πανάκριβες γούνες της. Από την επομένη του θανάτου της, η Εβίτα πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Φρόντισε γι' αυτό και η αγγλοσαξωνική πολιτιστιστική βιομηχανία, που την έκανε ποπ είδωλο, μέσα από το μιούζικαλ του Άντριου Λόϊντ Γουέμπερ «Εβίτα» (1978) και την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Άλαν Πάρκερ το 1996, με πρωταγωνίστρια τη Μαντόνα. Το πασίγνωστο τραγούδι από το μιούζικαλ του Γουέμπερ «Don’t Cry for Me Argentina», που έγινε παγκόσμια επιτυχία, βασίστηκε στο επίγραμμα που υπάρχει στον τάφο της: «Μην κλαις για μένα Αργεντινή. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψω».

https://www.zougla.gr/

Ποια ήταν η γυναίκα που αποκλήθηκε «η αυτού εξοχότης, η πριγκίπισσα της πολωνικής τέχνης»

Αφιερωμένο στη Ζόφια Στριγένσκα, τη γυναίκα που αποκλήθηκε «η αυτού εξοχότης, η πριγκίπισσα της πολωνικής τέχνης», είναι αφιερωμένο το σημερινό doodle της Google.

Η Ζόφια Στριγένσκα ήταν Πολωνή ζωγράφος, γραφίστρια, εικονογράφος, σκηνογράφος και εκπρόσωπος του αρ ντεκό. Μαζί με την Όλγκα Μποζνάνσκα και την Ταμάρα ντε Γουεμπίτσκα, ήταν μια από τις πιο γνωστές Πολωνές καλλιτέχνιδες της περιόδου του μεσοπολέμου. Στη δεκαετία του 1930, ήταν υποψήφια για την υψηλού κύρους Χρυσή Δάφνη της Πολωνικής Ακαδημίας Λογοτεχνίας, αλλά απέρριψε την προσφορά.

Ως παιδί, ζωγράφισε και σκιτσογραφούσε συχνά. Αρχικά, παρακολούθησε μια σχολή χειροτεχνίας, στη συνέχεια ένα σεμινάριο δασκάλου και μέχρι το 1909 την ιδιωτική σχολή τέχνης του Λεόναρντ Στροϊνόφσκι. Το 1909 άρχισε να μελετά ζωγραφική στη σχολή καλών τεχνών για γυναίκες της Μάρια Νιεντζιέλσκα. Αποφοίτησε το 1911 με πτυχία ζωγραφικής και εφαρμοσμένης τέχνης. Το 1910 πήγε ταξίδι με τον πατέρα της στην Ιταλία μέσω της Αυστροουγγαρίας, κατά τη διάρκεια του οποίου επισκέφτηκαν γκαλερί και μουσεία στη Βιέννη και τη Βενετία. Ως νεαρό κορίτσι δούλεψε σε περιοδικά όπως το «Ρόλος» και το «Φωνή του Λαού».

Την 1η Οκτωβρίου 1911, όπως αναφέρει το σχετική λήμμα της Wikipedia, έγινε δεκτή στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου, όπου έγιναν δεκτοί μόνο 40 από τους περίπου 200 αιτούντες. Χρησιμοποίησε το όνομα του αδερφού της, Ταντέους Γκζιμάλα Λουμπάνσκι και ντυμένη σαν αγόρι, καθώς εκείνη την εποχή η ακαδημία δεν δέχοταν γυναίκες. Μετά από ένα χρόνο, οι συμφοιτητές της άρχισαν να έχουν υποψίες.

Τον Μάιο του 1913, ο Γέζι Βαρχαουόφσκι, κριτικός τέχνης του πολωνικού περιοδικού «Czas», συζήτησε εκτενώς για τη Ζόφια Λουμπάνσκα, καθιστώντας την γνωστή και ξεκινώντας την καριέρα της.

Στις 4 Νοεμβρίου 1916, η Ζόφια παντρεύτηκε τον Κάρολ Στριγένσκι, αρχιτέκτονα του στυλ Ζακοπάνε. Απέκτησαν τρία παιδιά: την Μάγκντα και τα δίδυμα αγόρια Γιάτσεκ και Γιαν. Ο Στριγένσκι παρουσίασε τη γυναίκα του στους φίλους του, τους καλλιτέχνες και τους εκπροσώπους της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 η Στριγένσκα ήταν ξεχασμένη καλλιτέχνης και δεν ήθελε να αναζητήσει αναγνώριση. Χρειαζόταν απεγνωσμένα χρήματα, καθώς είχε πουλήσει λίγους πίνακες. Μόνο το 1938 έλαβε πολλές παραγγελίες από το πολωνικό Υπουργείο Εξωτερικών, συμπεριλαμβανομένης μιας για ένα κιλίμι για τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Χιροχίτο.

Πέρασε το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Κρακοβία. Το 1943 ανακάλυψε ότι είχε σύφιλη, η οποία επηρέασε τα μάτια της, ώστε κατά καιρούς να μην μπορούσε να ζωγραφίσει. Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνήθηκε να ενταχθεί στην κομμουνιστική Ένωση Πολωνών Συγγραφέων με αποτέλεσμα να πέσει σε δυσμένεια από το καθεστώς το οποίο συστηματικά για τα επόμενα χρόνια την αγνοούσε και την αποκαλούσε ασήμαντη.

Πέθανε το 1976 στη Γενεύη και θάφτηκε στο τοπικό νεκροταφείο του Σένε-Μπουρ.

Σελίδα 2 από 26

forwoman

Μείνετε ενημερωμένοι. Εγγραφείτε στο Newsletter μας.

Ζώδια - Σχέσεις

Υγεία

Παιδί

Τέχνες

Επικαιρότητα

Τα cookies βοηθάνε στην καλύτερη εμπειρία σας στην περιήγηση της ιστοσελίδας μας, συνεχίζοντας συμφωνείτε με τη χρήση τους.