Διακοπές στο πατρικό | Μήπως ξορκίζουμε το φόβο της ενηλικίωσης παραμένοντας "ανώριμα" παιδιά;
Ελένη Χαδιαράκου
Πώς η επιστροφή στο πατρικό με αφορμή τις καλοκαιρινές διακοπές μπορεί να δώσει την απάντηση.
"Δώσε μου το τηλεκοντρόλ", "Έφαγες περισσότερα κεράσια, μέτρησα τα κουκούτσια", "Μαμά, η Λένα χάλασε όλο το ζεστό νερό". Κάθε φορά που συναντιούνται στο εξοχικό τους για να περάσουν οικογενειακώς ένα μικρό μέρος των καλοκαιρινών διακοπών τους η Λένα και ο αδελφός της μεταμορφώνονται σε δεκαπεντάχρονα.
Μια 38χρονη δικηγόρος και ένας 40χρονος γραφίστας μεταλλάσσονται από ώριμοι επαγγελματίες σε εγωκεντρικούς εφήβους που τσακώνονται, ζηλεύουν και γκρινιάζουν στη μαμά τους αν έχει μετακινήσει κάτι από το εφηβικό τους δωμάτιο. "Η μαμά το διασκεδάζει. Το βρίσκει συγκινητικό και χαριτωμένο. Για εκείνη δεν έχει αλλάξει τίποτα. Μόνο που είμαστε 30 χρόνια μεγαλύτεροι..." σχολιάζει η Λένα.
Η περίπτωσή τους δεν είναι καθόλου ασυνήθιστη. Σε πολλές οικογένειες οι νέοι (ή και οι λιγότερο νέοι) ενήλικες χαίρονται να ξαναγίνονται παιδιά και να επιστρέφουν στις παιδικές τους συνήθειες. Αναζητούν την παλιά τους θέση στο τραπέζι, βρίσκουν τη δική τους καρέκλα, το παλιό μικρό μαξιλάρι. Πρόκειται για ένα καθησυχαστικό αμετάβλητο μοτίβο με μικρά τελετουργικά.
Εξάλλου, η τυποποίηση και η επανάληψη είναι μια πολύ αποτελεσματική άμυνα του ψυχισμού μας απέναντι στον φόβο που μας γεννάει η ενηλικίωση, η ανεξαρτησία. Όπως χαρακτηριστικά είχε γράψει ο Milan Kundera στο βιβλίο του Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, "η ευτυχία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιθυμία για επανάληψη". Η επανάληψη αυτή εξασφαλίζει στον άνθρωπο σιγουριά, μια που δε χρειάζεται να περιπλανηθεί ούτε να φοβηθεί. Ξαπλώνει στη βολική του παιδική μαξιλαροθήκη και απλώς νανουρίζεται.
"Πάω πίσω, λοιπόν, στη μαμά μου"
Κάποιες φορές αυτό το πισωγύρισμα στο οικογενειακό status quo δεν είναι τίποτα περισσότερο από την τρυφερή εκδήλωση της νοσταλγίας. Ένα γλυκό "ευχαριστώ" στους ανθρώπους που φρόντισαν να μας εφοδιάσουν με όμορφες αναμνήσεις, έστω κι αν κάποιες φορές είναι κάπως "κακοδιατυπωμένες", όπως το καμένο ρολό της μαμάς. Η μαμά άλλωστε είναι κατά κανόνα ο μόνος άνθρωπος που μας αφήνει να μεταμορφωνόμαστε σε μικρό τύραννο.
Να παραπονιόμαστε για τα πάντα: για το καμένο ρολό, τα κιλά μας, τον σύντροφό μας, χωρίς καν να περιμένουμε από εκείνη να προτείνει κάποια λύση. Αυτό το παρήγορο αφτί των γονιών είναι μερικές φορές ό,τι χρειάζεται ένα μικρό (ή μεγάλο) παιδί.
"Αυτή η "προστατευτική” σχέση έχει μεγάλη αξία, καθώς στην ευχαρίστηση της ανάμνησης προστίθεται αυτή της αναγνώρισης του χρέους που οφείλουμε σε εκείνους που μας φρόντισαν και μας αγάπησαν" εξηγεί η ψυχολόγος - ψυχοθεραπεύτρια Αλεξάνδρα Πάλλη. "Αυτό το χρέος, όταν εκφράζεται χωρίς απώτερο σκοπό, φέρνει ένα αίσθημα άνεσης και πληρότητας. Είναι ένας τρόπος να επανασυνδεθούμε με τον εαυτό μας, με την καταγωγή μας και να συνεχίσουμε να συμπληρώνουμε τα κομμάτια αυτού του άγνωστου παζλ που λέγεται "εαυτός”".
Αυτό το τρυφερό πισωγύρισμα συχνά ενθαρρύνεται και από τους ίδιους τους γονείς. Η Δήμητρα, όταν πηγαίνει στο εξοχικό της στο χωριό, πάντα ακούει από τον πατέρα της την ίδια ιστορία για το πώς έφτασε στην Αθήνα με 600 δραχμές (!) δανεικά το 1960, μικρό παιδί, και κατάφερε να ανοίξει εκείνο το μαγαζί στη Ζήνωνος. Η ιστορία του πατέρα της συχνά έχει διάφορες χρονικές ανακρίβειες, αλλά η Δήμητρα δεν την έχει αμφισβητήσει ποτέ. Θα του χαλούσε τον θρύλο. Αυτός ο "θρύλος" είναι κατά κάποιον τρόπο ο θεμέλιος λίθος της οικογένειας.
Αυτή η ιστορία είναι που δίνει στον πατέρα της χαρά. Η επαφή με το παρελθόν χαρίζει στους γονείς μια δεύτερη νεότητα και τους επαναφέρει στις ευλογημένες μέρες της δικής μας παιδικής ηλικίας. Είναι ο καλύτερος τρόπος να αισθάνονται νέοι και παράλληλα να παρατείνουν τις στιγμές τρυφερότητας. Είναι εκείνη η στιγμή που γονείς και παιδιά ενώνονται για να κρατήσουν μακριά το φάντασμα του θανάτου και να αψηφήσουν τον χρόνο που περνάει παγώνοντάς τον.
Όταν η οικογενειακή φωλιά γίνεται τοξική
Είναι άλλο οι παιδικές αναμνήσεις και οι εικόνες της ξεγνοιασιάς από μια εποχή που έχει, ούτως ή άλλως, παρέλθει ανεπιστρεπτί και άλλο η μετατροπή της παιδικής ηλικίας σε κεντρική αφηγηματική σκηνή, όπου τα πάντα επαναλαμβάνονται σαν βασανιστικό μοτίβο. Όταν οι σχέσεις είναι τεταμένες, η οικογενειακή τριβή συχνά δημιουργεί έναν επώδυνο κύκλο.
Η Ελβίρα, μια 50χρονη λογοθεραπεύτρια, έρχεται αντιμέτωπη με αυτό το βασανιστήριο κάθε εβδομάδα που χτυπά το κουδούνι της μητέρας της για το τελετουργικό γεύμα της Κυριακής. Σχεδόν κάθε εβδομάδα ακούει τα ίδια: "Είναι ώρα αυτή που έρχεσαι; Δεν μπορούσες να είχες φτιάξει τα μαλλιά σου;". Αυτόματα η Ελβίρα μπαίνει στο μπάνιο να χτενιστεί, έτσι όπως έκανε όταν ήταν 10 ετών. Η μητέρα της έχει στρώσει το καλό της τραπεζομάντιλο και έχει ετοιμάσει μια σοκολατόπιτα για τα εγγόνια της, οπότε θα ήταν αμαρτία να της χαλάσει το τραπέζι.
Έτσι, χτενίζει τα μαλλιά της υπάκουα και αφαιρεί το κραγιόν της για να μην την ακούσει να της λέει: "Αυτό το χρώμα σε γερνάει". Η Ελβίρα θα μπορούσε να επαναστατήσει, αλλά υπομένει. "Στα όνειρά μου διατάζω εγώ τη μητέρα μου και της λέω: "Στην Κίνα οι γονείς και οι παππούδες είναι αποδεκτοί από την οικογένεια μόνο και μόνο επειδή όταν γερνούν σταματούν να μιλούν και κάθονται ήσυχα στη γωνιά τους”. Αλλά ο δικός μου τρόπος να εξασφαλίσω την οικογενειακή ειρήνη είναι η σιωπή".
Σύμφωνα με την Aline Nativel, καθηγήτρια Κλινικής Ψυχολογίας, ο καθένας έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο σε μια οικογένεια. Και αν αυτός ο ρόλος δεν αντιμετωπίζεται με σεβασμό, τότε οι σχέσεις κλονίζονται. "Συχνά στις συνεδρίες μου ακούω τους ασθενείς μου να λένε: "Δεν μπορώ να απελευθερωθώ από την εξουσία τους, αλλά τι να κάνω, είναι οι γονείς μου. Δε σκοπεύω να τους θυμώσω για μικροπράγματα”. Οι περισσότεροι θέλουμε να διατηρήσουμε μια καλή σχέση με τους γονείς μας με κάθε κόστος".
Επαναστάτες χωρίς αιτία
Όπως πολλοί άνθρωποι της γενιάς μου, έχω πολλές διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες και σχεδόν πάντα λάθος εικόνες για τον αντιπροσωπευτικό ενήλικα. Ποιος είναι αυτός ο ενήλικας, τέλος πάντων; Αυτός που χαλάει πάντα την πλάκα, αυτός που υπενθυμίζει υποχρεώσεις και καθήκοντα, που συμβιβάζεται, που βουλιάζει στη μικροαστική ρουτίνα του, που είναι "υπεύθυνος" και "σοβαρός" και, άρα, βαρετός μέχρι θανάτου, προσδιορισμοί που σίγουρα αποδίδονται από πολλά παιδιά στους γονείς τους.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, βέβαια, η εικόνα αυτή έρχεται κατευθείαν από μια άλλη εποχή, από τότε που τα ορόσημα της ενηλικίωσης –εύρεση μόνιμης εργασίας, γάμος, παιδιά– αφορούσαν τους πάντες σχεδόν. Τότε είχε όντως νόημα η επαναστατική παιδικότητα, η άρνηση να ακολουθήσει κάποιος το προδιαγεγραμμένο μονοπάτι, να διεκδικήσει έναν άλλο τρόπο, ένα άλλο νόημα ζωής.
Έκτοτε πάρα πολλά πράγματα άλλαξαν και οι δρόμοι που μπορεί να ακολουθήσει κανείς έχουν πολλαπλασιαστεί, είναι πολύ πιο ανοιχτοί, πιο προσβάσιμοι, πιο ελεύθεροι. Αυτό που ίσως δεν είχαμε υπολογίσει είναι το άγχος της ελευθερίας, η οποία συνήθως ταυτίζεται (γιατί άραγε;) με την ανεμελιά και, κατά έναν παράξενο τρόπο, με ένα είδος παιδικότητας.
Πιθανότατα επειδή τα παιδιά, σε πολύ μικρή ηλικία, είναι όντως πολύ πιο ελεύθερα στον τρόπο με τον οποίο εκφράζουν τα συναισθήματά τους, την περιέργειά τους, τη διάθεση πειραματισμού τους. Κι όμως, αυτά είναι χαρακτηριστικά που χάνονται πολύ νωρίς, αφού η ζωή μέσα σε μια κοινωνία επιβάλλει, και στα παιδιά ακόμα, ένα σωρό κανόνες συμπεριφοράς.
Τι κρατούν οι "διστακτικοί ενήλικες" από την παιδικότητά τους; Μάλλον τα χειρότερα χαρακτηριστικά των παιδιών: τη δυσκολία τους να ελέγξουν να συναισθήματά τους, την αδυναμία τους να κατανοήσουν ότι οι πράξεις τους έχουν συνέπειες που ξεπερνούν το εδώ και τώρα, την ανάγκη άμεσης ικανοποίησης των επιθυμιών τους. Αλλά η απουσία πρακτικών υποχρεώσεων της παιδικής ηλικίας συνοδεύεται από την απόλυτη εξάρτηση από τους γονείς. Αυτοί ορίζουν πού θα ζούμε, τι θα τρώμε, με ποιον θα κάνουμε παρέα.
Πριν από λίγο καιρό η ανιψιά μου μου δήλωσε ότι δε θέλει να μεγαλώσει. Ακούγοντάς την, ξαφνιάστηκα από το γεγονός ότι δε μου φάνηκε ούτε χαριτωμένο ούτε λογικό. Φυσικά, ως καλή θεία, προσπάθησα να την πείσω ότι αξίζει τον κόπο να μεγαλώνει κανείς, επειδή έτσι έπρεπε να κάνω ως ενήλικας. Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή είδα καθαρά ότι, παρ’ όλους τους περιορισμούς, τα άγχη και τις δυσκολίες της ενήλικης ζωής, δε θα ήθελα καθόλου να είχα παραμείνει παιδί.
Η αντιστροφή των ρόλων
"Πάντα ήμουν ένα ευαίσθητο και ντροπαλό παιδί και, επειδή ήμουν το μικρότερο, οι γονείς μου με αντιμετώπιζαν σαν εύθραυστο μωρό. Όλοι θαύμαζαν τους δραστήριους αδελφούς μου. Αυτό συνεχίστηκε και όταν τελείωσα την Ιατρική" λέει η Βάσια. "Για τους γονείς μου παρέμενα το εύθραυστο ντροπαλό κορίτσι. Πέρασα αρκετά χρόνια θυμωμένη, μέχρι που έμαθα για την ανίατη ασθένεια του πατέρα μου.
Από εκείνη την ημέρα μια άλλη, πιο ισορροπημένη σχέση έχει σφυρηλατηθεί με τους γονείς μου. Εγώ κέρδισα στην ωριμότητα, αυτοί στην ευθραυστότητα. Διατηρώ τη θέση μου ως το κοριτσάκι τους, αλλά πλέον τους στηρίζω όσο στηρίζουν κι εκείνοι εμένα. Οι στιγμές μας μαζί δε διαρκούν για πάντα, οπότε το απολαμβάνουμε. Ναι, παραμένω το παιδί τους, αλλά όχι απαραίτητα παιδί" καταλήγει.
Η Nicole Prieur, φιλόσοφος και ψυχοθεραπεύτρια, με ειδίκευση στην οικογενειακή συμβουλευτική και ψυχανάλυση, στο βιβλίο της Ces trahisons qui nous libèrent (Οι προδοσίες που μας απελευθερώνουν) λέει χαρακτηριστικά: "Συχνά χρεώνουμε στους γονείς μας ότι είναι εκείνοι μας έριξαν σε ένα "πηγάδι” από το οποίο μέχρι σήμερα δεν μπορούμε να βγούμε. Πιθανότατα εξακολουθούν να βρίσκονται και εκείνοι μαζί μας μέσα σε αυτό, αλλά είναι ευθύνη του καθενός ξεχωριστά να αρχίσει να σκαρφαλώνει για να βγει.
Είναι σαν να ανεβαίνεις ένα βουνό. Στον δρόμο συναντάς πολλά εμπόδια, ανηφόρες, χωματόδρομους, γκρεμούς, αδιέξοδα. Όμως, ταυτόχρονα, βλέπεις τοπία που δεν έχεις ξαναδεί, δέντρα, ρυάκια, μυστικά που είναι κρυμμένα μέσα στο βουνό και μόνο αν το περπατήσεις θα τα βρεις. Και ξέρεις ότι κάπου εκεί πάντα υπάρχει μια θέα".